Του Γιώργου Αρχόντα*
Τα μέλη του Ελληνικού Πάνελ Οικονομολόγων του ΚΕΦίΜ στη πλειονότητα τους συμφωνούν κατ’ αρχήν με την πρόταση της Υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γέλεν για τον καθορισμό ενός παγκόσμιου κατώτατου συντελεστή εταιρικής φορολόγησης, για παράδειγμα στο 21%, χωρίς όμως να καταγράφεται μεταξύ τους μια ισχυρή τάση ως προς το αν αυτή η εξέλιξη θα ευνοήσει τις μεγάλες και ιδιαίτερα ανεπτυγμένες οικονομίες (πχ ΗΠΑ, Γερμανία) εις βάρος των υπολοίπων.
Ο φορολογικός εναρμονισμός είναι ένα από τα πιο ευαίσθητα κεφάλαια της διαδικασίας της οικονομικής ολοκλήρωσης. Η δυνατότητα καθορισμού των φορολογικών συντελεστών είναι ένας από τους πυλώνες διαμόρφωσης της δημοσιονομικής πολιτικής και θεωρείται από πολλούς αναπόσπαστο μέρος της οικονομικής κυριαρχίας ενός κράτους. Εξάλλου, ο φορολογικός ανταγωνισμός μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο για ξένες επενδύσεις ιδίως σε αναπτυσσόμενες χώρες ή ανεπτυγμένες χώρες της περιφέρειας, όμως στην ακραία του μορφή, αυτή των λεγόμενων “φορολογικών παραδείσων” υποστηρίζεται ότι δίνει αθέμιτα πλεονεκτήματα σε εκείνες τις, συνήθως πολύ μεγάλες, επιχειρήσεις που έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα κίνησης κεφαλαίων.
Στις δύο Ερωτήσεις του Πάνελ για τον Απρίλιο απάντησαν συνολικά 40 Ελληνίδες και Έλληνες οικονομολόγοι. Σε ό,τι αφορά το αν η εφαρμογή ενός ενιαίου κατώτατου συντελεστή εταιρικής φορολόγησης θα επηρεάσει αρνητικά την παγκόσμια ανάπτυξη και ευημερία, το 21% των απαντησάντων απάντησε θετικά, το 68% αρνητικά και το 13% τοποθετήθηκε μεταξύ των δύο επιλογών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η σχεδόν τριχοτόμηση των απαντήσεων ως προς το αν η εφαρμογή αυτής της πρότασης θα ευνοήσει τις μεγάλες και ιδιαίτερα ανεπτυγμένες οικονομίες εις βάρος των υπολοίπων: το 26% απάντησε θετικά, το 38% διαφωνεί, ενώ μεταξύ των δύο επιλογών τοποθετήθηκε το 38% των απαντησάντων.
Τα μέλη του Πάνελ στα επεξηγητικά τους σχόλια, τα οποία είναι πλήρως διαθέσιμα στην ιστοσελίδα του ΚΕΦίΜ, επισημαίνουν αφενός τον αθέμιτο χαρακτήρα που αποκτά συχνά ο φορολογικός ανταγωνισμός μεταξύ των χωρών, αλλά και τη συλλογική ζημιά που προκαλεί καθώς μειώνει σημαντικά τα σχετικά κρατικά έσοδα, η ανάγκη για τα οποία αναμένεται να ενταθεί στη μετά πανδημία εποχή. Ακόμη επισημαίνεται η ασυμμετρία των αποτελεσμάτων που παράγει, καθώς βλάπτει τις λιγότερο κινητικές επιχειρήσεις. Τέλος, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της πρότασης, η εφαρμογή της θα συμβάλλει ώστε οι επιχειρήσεις να καταβάλλουν το δίκαιο μερίδιό τους για τα συλλογικά αγαθά από τα οποία επωφελούνται.
Από την άλλη πλευρά, οι επικριτές της πρότασης επισημαίνουν ότι ο φορολογικός ανταγωνισμός μεταξύ των χωρών αυξάνει την απόδοση του κεφαλαίου, την οικονομική μεγέθυνση και την καινοτομία, επιτρέποντας τη μεγαλύτερη δυνατή διασπορά πλούτου και ευημερίας στις πιο αδύναμες χώρες του πλανήτη και τους πολίτες τους. Η εφαρμογή της πρότασης, υποστηρίζεται από την σκοπιά αυτή ότι θα μειώσει τις αποδόσεις στις επενδύσεις και κατά συνέπεια την παγκόσμια προσφορά κεφαλαίου, αλλά και θα στερήσει από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες ένα ισχυρό εργαλείου ανταγωνισμού έναντι των ανεπτυγμένων. Ιδιαίτερα τονίζεται ότι οι μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες έχουν ήδη σχετικά υψηλούς συντελεστές εταιρικής φορολόγησης και συνεπώς δεν θα επηρεαστούν ιδιαίτερα από τον καθορισμό ενός ενιαίου συντελεστή, πράγμα που δεν ισχύει για χώρες όπως η Ιρλανδία. Ενδιαφέρον έχει τέλος η παρατήρηση ότι ενώ οι συμπράξεις μεταξύ επιχειρήσεων για την αύξηση των τιμών των προϊόντων είναι παράνομες και θεωρούνται ανήθικες, αντίστοιχη προκατάληψη δεν υπάρχει για τη δημιουργία “καρτέλ φορολογίας” που πιθανότατα θα αυξήσουν διεθνώς το κόστος παραγωγής.
Ανεξάρτητα πάντως από την επιμέρους στάση των απαντησάντων, επισημαίνεται εκατέρωθεν ότι τα συγκεκριμένα αποτελέσματα αυτής της πρότασης θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από το τελικό ύψος αυτού του ελάχιστου συντελεστή, ενώ έντονες επιφυλάξεις διατυπώνονται ως προς το κατά πόσο πρόκειται για μια ρεαλιστική πρόταση εξαρχής, καθώς προϋποθέτει μια σημαντική εμβάθυνση της παγκόσμιας οικονομικής ολοκλήρωσης και μια υποτυπώδη έστω μορφή παγκόσμιας διακυβέρνησης.
Τα συνολικά αποτελέσματα μπορείτε να δείτε εδώ.
Ο Γιώργος Αρχόντας είναι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΚΕΦίΜ και υπεύθυνος του Ελληνικού Πάνελ Οικονομολόγων.
To άρθρο δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή την Τρίτη 4 Μαΐου και μπορείτε να το βρείτε διαδικτυακά στην kathimerini.gr.
Σχετικά άρθρα