Του Παναγιώτη Λιαργκόβα
Ο Βασίλης, ο Γιάννης και ο Κώστας είναι πολύ στενοί φίλοι. Είναι ανύπαντροι χωρίς παιδιά και τους αρέσει να συναντιούνται δύο φορές την εβδομάδα, να συζητάνε και να περνάνε καλά. Ο Βασίλης δεν πίνει πολύ, αλλά του αρέσει να πίνει ένα μπουκάλι κρασί την εβδομάδα. Στον Γιάννη, από την άλλη πλευρά αρέσει να πίνει οινοπνευματώδη ποτά ή ούζο και τσίπουρο. Στον Κώστα αρέσει να πίνει 3-4 μπουκάλια μπύρα την εβδομάδα, και του αρέσει επίσης να καπνίζει. Και στους τρεις αρέσει να πίνουν καφέ το πρωί και πρέπει κάθε μέρα να μετακινούνται για 30 λεπτά μέχρι να φτάσουν στη δουλειά τους. Ήταν ιδιαίτερα χαρούμενοι με τον τρόπο της ζωής τους, μέχρι που η κυβέρνηση αποφάσισε να αυξήσει τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Ο τρόπος ζωής των τριών φίλων δεν είναι υπερβολικός ή ανήθικος, αλλά χρειάζεται να πληρώνουν βαρύ τίμημα γι’ αυτόν. Κάθε χρόνο, ο Βασίλης, ο Γιάννης και ο Κώστας πληρώνουν €808, €1.930 and €1.582 αντιστοίχως για τέσσερις «φόρους αμαρτίας». Μολονότι κερδίζουν πολύ περισσότερα χρήματα από τον ελάχιστο μισθό (€713), ξοδεύουν 4-14% του εισοδήματός τους σε τέτοιους φόρους αμαρτίας (ο Βασίλης είναι ο πιο τυχερός από τους τέσσερις, βλ. Πίνακα 1). Είναι δίκαιο αυτό; Είναι αποτελεσματικό;
Η βασική δικαιολογία της κυβέρνησης για την απόφασή της να αυξήσει τους φόρους σ’ αυτά τα προϊόντα ήταν η πρόθεσή της να εισπράξει έσοδα που θα μπορούν να δαπανηθούν σε δημόσιες υπηρεσίες ώστε να καλύψει πιθανές εξωτερικότητες που σχετίζονται με αυτές τις δραστηριότητες. Είχε δίκιο η κυβέρνηση; Να τι καταδεικνύουν τα δεδομένα.
Ο φόρος εισήχθη με το άρθρο 13 του νόμου 4346/2015 με έναρξη την 1/1/2017 και η κυβέρνηση εκτιμούσε πως θα εισπράττει έσοδα 100 εκ. ευρώ ετησίως. Η επιβολή του φόρου προκάλεσε ισχυρές αντιδράσεις της βιομηχανίας οίνου από την πρώτη στιγμή. Πράγματι, σχεδόν όλα τα σχετικά επιχειρήματα που διατυπώθηκαν τότε επιβεβαιώθηκαν. Κάποια από αυτά ήταν τα εξής: ο φόρος δεν ήταν ιδιαίτερα πιθανό να αποδώσει τα έσοδα που είχε προβλέψει η κυβέρνηση, θα σημειωνόταν αύξηση στο λαθραίο και το χύμα κρασί, και ο φόρος εντέλει θα καταργούταν. [ 11 ]
Ο φόρος καταργήθηκε μετά από 3 χρόνια καθώς απέφερε λιγότερο από το 30% (€27,1 εκ. το 2018) των αρχικών εκτιμήσεων (Γράφημα 1), ενώ ταυτόχρονα εισήγαγε την έννοια του λαθραίου κρασιού και των αδήλωτων οινοδεξαμενών. Έτσι άφησε μια κληρονομία παρανομίας σε μια αγορά που δεν είχε τεχνογνωσία «παρανομίας», μειώνοντας τη νόμιμη επιχειρηματικότητα και φυσικά οδηγώντας σε μια έμμεση απώλεια εσόδων για το κράτος.
Το απόσπασμα είναι μέρος της έρευνας Το κόστος διαβίωσης στην Ελλάδα τις περιόδους των κρίσεων 2008-2021 του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών
Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών και Πρόεδρος του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Είναι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.
[ 11 ] Βλ. Δημητρέλης Σ. (2018) «Το φιάσκο με τον φόρο στο κρασί». Capital.gr 06/09/2018.
Σχετικά άρθρα