Ο Ιωάννης Καποδίστριας σε λιθογραφία που τυπώθηκε στη Βενετία (Μουσείο Μπενάκη/ψηφιακό αρχείο Ι. Καποδίστρια).
Του Αριστείδη Χατζή*
Στις 10 Οκτωβρίου 1823, ο Βρετανός αντισυνταγματάρχης Λέστερ Στάνχοπ, ο εκπρόσωπος του φιλελληνικού κομιτάτου του Λονδίνου, έφτασε στη Βέρνη. Εκεί συνάντησε τον Τόμας Μέιτλαντ, τον Υπατο Αρμοστή των Ιονίων Νήσων. Δεν γνωρίζουμε τι συζήτησαν. Δύο ημέρες αργότερα, στις 12 Οκτωβρίου, ο Στάνχοπ έφτασε στη Λωζάννη. Οι πόλεις αυτές ήταν σταθμοί του ταξιδιού του προς την Ελλάδα. Ο Στάνχοπ επέλεξε να κατέβει στην Ελλάδα διασχίζοντας την Κεντρική Ευρώπη. Ενας από τους λόγους αυτής της επιλογής ήταν η ευκαιρία που του δόθηκε να συναντηθεί με φιλελληνικούς αλλά και φιλελεύθερους κύκλους στον γερμανόφωνο χώρο. Γνωρίζουμε τις κινήσεις του από τις αναλυτικές αναφορές που έστελνε με κάθε ευκαιρία στον Τζον Μπάουρινγκ, τον έναν από τους δύο ιδρυτές του κομιτάτου.
Την ημέρα που έφτασε στη Λωζάννη ο Στάνχοπ, κατέλυσε στο ξενοδοχείο όπου έμενε ο Ιωάννης Καποδίστριας ο οποίος, εκείνες τις ημέρες, βρισκόταν στη Λωζάννη. Δεν επρόκειτο βέβαια για σύμπτωση. Ο Στάνχοπ τον είχε αναζητήσει στη Γενεύη αλλά εκεί έμαθε, από τον μεγάλο Ελβετό παιδαγωγό και φιλέλληνα, Φίλιπ Φέλενμπεργκ, ότι ο Καποδίστριας μόλις είχε αναχωρήσει. Θα πρέπει ο Φέλενμπεργκ να τον παρότρυνε να συναντήσει τον Καποδίστρια στη Λωζάννη γιατί ο Στάνχοπ του εξέφρασε τις επιφυλάξεις του. Είχε νόημα να δει τον Καποδίστρια δεδομένου ότι έπρεπε να αναχωρήσει σύντομα; Δεν ήταν, άλλωστε, ο Καποδίστριας όργανο της ρωσικής πολιτικής; Δεν επιθυμούσε να δει την Ελλάδα υπό ρωσική «προστασία» – στην πραγματικότητα «εξάρτηση»;
«Οχι», του απάντησε ο Φέλενμπεργκ. «Είναι Ελληνας». Και συνέχισε, «το ερώτημα είναι εάν εσείς έχετε ανιδιοτελή κίνητρα ή εξυπηρετείτε τα συμφέροντα της Αγγλίας». Η απάντηση του Στάνχοπ ήταν σαφής: «Αυτό που θέλουμε εμείς είναι να δούμε την Ελλάδα, τον λαό της, το έδαφός της, το εμπόριό της και τον Τύπο της ελεύθερο, όπως ελεύθερες είναι οι σκέψεις των Ελλήνων». Ο Φέλενμπεργκ τον διαβεβαίωσε ότι ο Καποδίστριας θα χαιρόταν να τα ακούσει αυτά, γιατί ο σκοπός του ήταν να διατηρηθεί ο εθνικός χαρακτήρας των Ελλήνων που σ’ αυτόν οφείλονταν οι επιτυχίες τους μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο Στάνχοπ, όμως, είχε άλλα σχέδια: «Η πρόοδος βλέπει μπροστά, όχι πίσω».
Ο Στάνχοπ, αμέσως μόλις έφτασε στη Λωζάννη, ενημέρωσε τον Καποδίστρια για την άφιξή του και του έστειλε μερικές συστατικές επιστολές που έφερε μαζί του ώστε να τον ενημερώσει για την αποστολή του στην Ελλάδα. Ο Καποδίστριας τον δέχθηκε αμέσως στο δωμάτιό του και του συμπεριφέρθηκε με μεγάλη ευγένεια.
Ο Καποδίστριας, βέβαια, καταλάβαινε πολύ καλά τη σημασία της αποστολής του Στάνχοπ. Συνδεόταν με την πιο επιτυχημένη κίνηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, την επίτευξη έκδοσης ομολόγων στο Σίτυ του Λονδίνου από βρετανικό οίκο. Το ποσό που θα συγκεντρωνόταν από τα δάνεια, μετά την αφαίρεση ενός μεγάλου ποσοστού (λόγω της προφανούς επισφάλειας) για προμήθειες, προκαταβολές τόκων κ.λπ. θα κατέληγε στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης και θα χρηματοδοτούσε την Ελληνική Επανάσταση. Ο Στάνχοπ ήταν ο πραγματικός επικεφαλής της αποστολής του βρετανικού κομιτάτου που θα χειριζόταν το δάνειο καθώς είχε την εμπειρία και τα πολιτικά διαπιστευτήρια. Βέβαια, το κομιτάτο είχε αποφασίσει να στείλει και μια μεγάλη προσωπικότητα στην Ελλάδα, για λόγους δημοσιότητας και συμβολισμού. Μετά τη δήλωση αδυναμίας (ή απλώς την άρνηση) του Τόμας Γκόρντον να αναλάβει τον ρόλο, ο συνιδρυτής του Κομιτάτου (μαζί με τον Μπάουρινγκ), o Εντουαρντ Μπλακιέρ, είχε την ιδέα να προσεγγίσει τον λόρδο Μπάιρον. Ο Μπάιρον δέχτηκε και έτσι ο Στάνχοπ θα τον συναντούσε στα Επτάνησα και θα περνούσαν μαζί στην Ελλάδα. Βέβαια, δεν είχαν ακόμα αποφασίσει πού ακριβώς θα πήγαιναν, καθώς το ελληνικό επαναστατικό κρατικό μόρφωμα είχε δύο κυβερνήσεις που ετοιμάζονταν να συγκρουστούν.
Η βρετανική κυβέρνηση και οι Βρετανοί επενδυτές είχαν επίσημη επαφή με τη μία από τις δύο κυβερνήσεις. Αλλά δεν θα ήθελαν να εμπλακούν στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο που φαινόταν έτοιμος να ξεσπάσει. Υπήρχε, βέβαια, και μια τρίτη εναλλακτική. Ο Μπάιρον και ο Στάνχοπ θα μπορούσαν να κατευθυνθούν προς το Μεσολόγγι. Γιατί εκεί εκπροσωπούσε τους Ελληνες ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που πρόσφερε πολλά πλεονεκτήματα: (α) είχε διατηρήσει στην ουσία μια προσεκτικά ουδέτερη στάση, καθώς πύκνωναν τα σύννεφα του επικείμενου εμφυλίου, αν και βρισκόταν πολύ κοντά στην de facto αναγνωρισμένη ελληνική κυβέρνηση, (β) ήταν ουσιαστικά από τις αρχές του 1822 ο υπεύθυνος για την ελληνική εξωτερική πολιτική, αυτός που εμπνεύστηκε και καθοδήγησε την προσεκτική στροφή προς τη Βρετανία, (γ) το Μεσολόγγι βρισκόταν απέναντι από τα Ιόνια, (δ) ο Μαυροκορδάτος είχε μια ισχυρή «συστατική επιστολή» υπέρ του γραμμένη από τον ίδιο τον Πέρσι Σέλεϊ, τον αγαπημένο φίλο του Μπάιρον. Η «συστατική» αυτή ήταν το ποίημα «Ελλάς» (Hellas), κυρίως η αφιέρωση και η έμμεση αναφορά στον πρόλογο. Αλλά και όλα όσα, με ενθουσιασμό, είπαν στον Μπάιρον για τον Μαυροκορδάτο ο Σέλεϊ τον Αύγουστο του 1821 στη Ραβέννα και η σύζυγός του Μαίρη Σέλεϊ τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου στην Πίζα. Ο Μπάιρον δεν θα μπορούσε να εμπιστευτεί κανένα άλλο άτομο στην Ελλάδα περισσότερο.
Ο Στάνχοπ είχε αρχικώς την πρόθεση να πάει απευθείας στην Τριπολιτσά. Αλλά και οι αναφορές του Μπλακιέρ (που είχε ήδη επισκεφτεί την Ελλάδα) ήταν υμνητικές για τον Μαυροκορδάτο. Επιπλέον ο ίδιος ο Στάνχοπ, καθώς διέσχιζε την Ευρώπη, επιβεβαίωνε από κύκλους φιλελλήνων και φιλελευθέρων ότι ο διοικητής του Μεσολογγίου είναι φιλελεύθερος. Μετριοπαθής βέβαια αλλά οπωσδήποτε φιλελεύθερος.
Ο Καποδίστριας μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε πολύ καλή εικόνα για τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο τον οποίον γνώριζε από το 1818. Τον θεωρούσε ως τον μόνο που μπορούσε να περισώσει την Επανάσταση από τα αποτελέσματα της «επιπολαιότητας» των Υψηλαντών και την «καταστροφική» σύνδεση των Ελλήνων με τη Φιλική Εταιρεία. Επιπλέον, ο Μαυροκορδάτος μέχρι και το 1824 ήταν από τους λίγους που επικοινωνούσαν με τον Καποδίστρια, ενώ προσπάθησε να πείσει τους Κουντουριώτες ότι ο πρώην υπουργός των Εξωτερικών της Ρωσίας ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να αναλάβει την εξουσία. Οι Κουντουριώτες απέρριψαν την πρότασή του, για λόγους που μπορεί κανείς να υποθέσει εύκολα, αλλά με τη δικαιολογία ότι η πρόσκληση προς τον Καποδίστρια θα δυσαρεστούσε τους Βρετανούς.
Ο Καποδίστριας γνώριζε ή φανταζόταν ότι οι Βρετανοί επενδυτές είχαν ενθαρρυνθεί σιωπηρά από τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών, τον Τζορτζ Κάνινγκ. Εβλεπε τη σταδιακή εμπλοκή των Βρετανών στα ελληνικά πράγματα από τα τέλη του 1822, μετά την ανάληψη του υπουργείου από τον Κάνινγκ, με ελπίδα αλλά και ανησυχία.
Η συζήτηση του Ιωάννη Καποδίστρια με τον Λέστερ Στάνχοπ έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον γιατί μας βοηθάει να κατανοήσουμε τον τρόπο που έβλεπε το ελληνικό ζήτημα ο Ελληνας διπλωμάτης στα τέλη του 1823, καθώς η Επανάσταση φαινόταν να έχει σταθεροποιηθεί και αυτό υποχρέωνε τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις να αλλάξουν στάση απέναντί της. Από την άλλη, η διήγηση του Στάνχοπ μας δίνει χρήσιμες πληροφορίες για τους πολιτικούς σκοπούς του βρετανικού κομιτάτου. Γι’ αυτό θα συνεχίσουμε στο επόμενο μηνιαίο σημείωμά μας.
Βρείτε το άρθρο στην kathimerini.gr
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 12.9.2021 και αποτελεί μέρος της σειράς άρθρων για την Επανάσταση του 1821, στο πλαίσιο της συνεργασίας του ΚΕΦίΜ με την εφημερίδα με αφορμή το εκπαιδευτικό προγράμμα : «Ελλάδα 2021: Διακόσια χρόνια από τη Φιλελεύθερη Επανάσταση». Μάθετε περισσότερα εδώ.
Το προηγούμενο άρθρο της σειράς, με τίτλο “Η οργή του σουλτάνου”, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Σχετικά άρθρα