Του Κωνσταντίνου Σαραβάκου*
Η πιο αισιόδοξη παρατήρηση των προεκλογικών προγραμμάτων των τελευταίων εκλογών ήταν πως όλα τα μεγάλα κόμματα κινήθηκαν σε μία κατεύθυνση μείωσης των φορολογικών συντελεστών. Το κάθε κόμμα φυσικά, αναλόγως την ιδεολογική πλατφόρμα που ήθελε να επικοινωνήσει, είχε διαφορετικής κλίμακας μειώσεις, ωστόσο φαίνεται όλοι να συμφωνούσαν πως αρκετά με την υπερφορολόγηση, η ανάπτυξη έρχεται με μείωση των φόρων.
Ένας από τους σημαντικότερους φορολογικούς συντελεστές με επίδραση σε πολλές πτυχές της οικονομίας είναι ο ΦΠΑ. Πριν λίγες ημέρες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε μία έκθεση σχετικά με τη διαφορά ανάμεσα στα αναμενόμενα έσοδα του ΦΠΑ και σε αυτό που εισέπραξε στην πραγματικότητα το κράτος. Η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ (28), όσον αφορά τις περισσότερες απώλειες μεταξύ αναμενόμενων και εισπραχθέντων εσόδων στον ΦΠΑ, για το 2017 (το ίδιο ισχύει και για το 2016). Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η χώρα μας εισέπραξε περίπου 7,5 δις ευρώ λιγότερα από όσα θα μπορούσε να εισπράξει.
Ο μέσος όρος αυτής της διαφοράς μεταξύ αναμενόμενων και εισπραχθέντων εσόδων του ΦΠΑ για το σύνολο των χωρών της ΕΕ για το 2017 ήταν κοντά στο 10%. Ωστόσο στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό αγγίζει το 34%. Στο ερώτημα ποια χώρα τα πάει καλύτερα η απάντηση είναι η Κύπρος, έχει απώλεια εσόδων μόλις 0,6%. Την ακολουθούν το Λουξεμβούργο (0,7%), η Σουηδία (1,5%), Μάλτα (1,8%) και Ισπανία (2,4%).
Η σχέση των εισπραχθέντων εσόδων με το ύψος του συντελεστή του ΦΠΑ είναι δομικό δημοσιονομικής σύνθεσης. Ο βασικός ΦΠΑ στην Ελλάδα είναι στο 24% ενώ στις χώρες με τη μικρότερη απώλεια εσόδων είναι οι: Κύπρος 19%, Λουξεμβούργο 17%, Σουηδία 25%, Μάλτα 18% και Ισπανία 21%. Μόνο οι Σουηδοί έχουν μικρή απώλεια με μεγαλύτερο συντελεστή ΦΠΑ από εμάς. Γενικότερα οι χώρες που καταφέρουν να κρατήσουν την απώλεια εσόδων από τον ΦΠΑ κάτω του 10% (μ.ο. στην ΕΕ) με μικρότερο συντελεστή ΦΠΑ από την Ελλάδα είναι 11, ενώ οι χώρες που το καταφέρουν με μεγαλύτερο συντελεστή ΦΠΑ από την Ελλάδα είναι 3 (Κροατία, Δανία, Σουηδία).
Η σύνθεση του ΑΕΠ μας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην κατανάλωση. Όταν ο βασικός συντελεστής ΦΠΑ είναι τόσο υψηλός, οι συναλλαγές αποθαρρύνονται ή περνάνε στην παραοικονομία, δηλαδή το κράτος δεν έχει όφελος. Μία μείωση του ΦΠΑ θα μίκρυνε την απώλεια εσόδων, καθώς τα αναμενόμενα έσοδα θα ήταν λιγότερα και τα συλλεχθέντα περισσότερα λόγω αύξησης των συναλλαγών. Τέλος, μία σημαντική μείωση δεν έχει μόνο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, αλλά είναι ευεργετική για το σύνολο της οικονομίας, αφού συνδέεται και με την οικονομική μεγέθυνση.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Φιλελεύθερος στις 27.09.2019
Σχετικά άρθρα