Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη
Το άρθρο αυτό γράφτηκε στο πλαίσιο μιας σειράς δημοσιεύσεων που έχει ως στόχο την ανάδειξη της σημασίας των θεμελιωδών ελευθεριών και της έμπρακτης κατοχύρωσης των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
*της Ειρήνης Περπερίδου
“Justice must not only be done, but must also be seen to be done”
“Nemo [est] iudex in causa sua in propria causa (καμία/κανείς δεν είναι δικαστής για τον εαυτό της/του, για την περίπτωση της/του)”. Η αρχή της δίκαιης δίκης έλκει τις ρίζες της στο ρωμαϊκό δίκαιο, καθώς εντοπίζεται στις νομοθετικές διατάξεις του Corpus Juris Civilis, το 534 μ.Χ.. Συγκεκριμένα, ο Ιουλιανός επισημαίνει στο πέμπτο βιβλίο, κεφάλαιο πρώτο του Πανδέκτη (Digest 5.1.15-17) ότι είναι άδικο για κάποια/κάποιον να κρίνει τις ίδιες υποθέσεις της/του (“inquum est aliquem suae rei iudicem fieri”). Η αρχή αποκρυσταλλώθηκε τελικά τον 17ο αιώνα από τον Βρετανό νομικό Edward Coke, ο οποίος επικαλούμενος τη συγκεκριμένη ρήση εισηγήθηκε στον βασιλιά πως δεν μπορούσε ο ίδιος να δικάσει τις δικές του υποθέσεις (“it is a maxim in law aliquis non debet esse iudex in propria causa”). Η κρατική εξουσία την εποχή των προ-αστικών κοινωνιών είχε δεσποτική μορφή διακυβέρνησης, όπου ο βασιλιάς-ηγεμόνας συγκέντρωνε όλες τις λειτουργίες του κράτους στο πρόσωπο του. Η θεωρία της διάκρισης των λειτουργιών του πολιτικού φιλόσοφου Montesquieu έθεσε τις αρχές του σύγχρονου κράτους δικαίου και της πολιτειακής οργάνωσης τον 18ο αιώνα , όπως αποτυπώνεται και στο οικείο άρθρο 26 του ελληνικού Συντάγματος.
Η κατοχύρωση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη αποτελεί ειδικότερη έκφανση της ίσης μεταχείρισης των πολιτών ενώπιον του νόμου. Συγκεκριμένα, η προστασία των διαδίκων σε δικονομικό επίπεδο διασφαλίζει ουσιαστικά τόσο την ίση πρόσβαση των πολιτών στο θεσμό της δικαιοσύνης, όσο και τις διαδικαστικές εγγυήσεις κατά το στάδιο της προδικασίας και της ακροαματικής διαδικασίας. Το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος σχετίζεται άμεσα το κριτήριο δράσης του κράτους, είτε ως jure imperii, δηλαδή με όρους κυριαρχικής εξουσίας είτε ως jure gestionis, δηλαδή με γνώμονα την προστασία των συμφερόντων των πολιτών. Η απαγόρευση διακρίσεων ενώπιον των δικαστικών αρχών, λόγω φυλής, φύλου, εθνοτικής καταγωγής, οικονομικών ή κοινωνικών παραγόντων αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα νομικά κεκτημένα, το οποίο θα πρέπει να διαφυλαχθεί και παράλληλα να ενισχυθεί με ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Η διασφάλιση της ισότητας ενώπιον των δικαστικών αρχών αποτελεί προϋπόθεση ενός σύγχρονου κράτους δικαίου.
Το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα ανήκει στη κορωνίδα των δικαιωμάτων, εξού και η θεσμική κατοχύρωση σε διεθνείς και ευρωπαϊκές Συμβάσεις, αλλά και μεμονωμένα σε εθνικά Συντάγματα. Αξίζει μόνον να επισημανθεί ότι το συγκεκριμένο δικαίωμα κατοχυρώνεται στο Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (1948), στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ (1966), στην Αμερικανική Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (1969), στον Αφρικανικό Χάρτη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (1981) και σαφώς στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1950) κ.α.
Ειδική αναφορά θα γίνει στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, το οποίο αναφέρεται στις θεσμικές και δικονομικές εγγυήσεις στο πλαίσιο λειτουργίας του ευρωπαϊκού συστήματος απονομής δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα, η ισότητα των δικονομικών όπλων μεταξύ των διαδίκων και το δικαίωμα σιωπής της κατηγορούμενης/του κατηγορούμενου αποτελούν δυο σημαντικές δικονομικές εγγυήσεις. Κάθε άτομο φέρει, λοιπόν το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη είτε σε υποθέσεις αστικής είτε ποινικής φύσεως, με σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας, αντικειμενικότητα και αμεροληψία της έδρας. Η αποδεικτική διαδικασία θα πρέπει να διέπεται από κανόνες που να εξασφαλίζουν την ομαλή εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας, ενισχύοντας την αποτελεσματική προστασία των πολιτών ενώπιον των δικαστικών αρχών.
Με την πρόσφατη καταδίκη της Ελλάδας ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) στο Στρασβούργο για την υπόθεση «Τσιώλη κατά Ελλάδας» (Αpplication no. 51774/17) κατέστη σαφές ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) παραβίασε το δικαίωμα του προσφεύγοντος σε δίκαιη δίκη, καθώς ενέμεινε στην τυπική προϋπόθεση παραδεκτού του ν. 3900/2010 για την αίτηση ακύρωσης. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι συχνά η τυπολατρία «τραυματίζει» την ουσία μιας υπόθεσης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά στατιστικά δεδομένα ότι η καθυστέρηση του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης ενώπιον του ΣτΕ υπολογίζεται σε 1239 ημέρες!
Η ανάγκη ουσιαστικής απονομής της δικαιοσύνης αποτελεί ένα πάγιο αίτημα, το οποίο απασχολεί το ελληνικό κράτος δικαίου, αλλά και τα θεσμικά όργανα. Η πολυετής εκδίκαση υποθέσεων συνδυαστικά με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις συνθέτουν μια αρνητική εικόνα τόσο στις ετήσιες εκθέσεις των ειδικών οργάνων, όπως η ετήσια έκθεση του ΟΑΣΑ, όσο και στο αίσθημα ασφάλειας των πολιτών. Οι πρόσφατες αλλαγές που επέφερε η εφαρμογή του νέου Δικαστικού Χάρτη (ν. 5108/2024), με την κατάργηση και ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης αποτυπώθηκε θετικά στην ετήσια Έκθεση του ΟΑΣΑ. Παράλληλα ο Γενικός Γραμματέας του ΟΟΣΑ Mathias Cormann στο πλαίσιο της παρουσίας της ετήσιας έκθεσης επισήμανε ότι απαιτούνται ταχύτεροι ρυθμοί στον εκσυγχρονισμό του δικαστικού συστήματος, ώστε να διασφαλιστεί η συνέχιση της ισχυρής ανάπτυξης.
Οι μεταρρυθμίσεις στο χώρο απονομής της δικαιοσύνης θα πρέπει να συντελούνται με προσοχή, διασφαλίζοντας την ασφάλεια δικαίου. Η εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί έναν σημαντικό πυλώνα σταθερότητας και κοινωνικής ευημερίας των σύγχρονων κρατών. Ο σεβασμός των αρχών του κράτους δικαίου και της ίσης μεταχείρισης των πολιτών ενώπιον του νόμου αποτελεί ουσιαστική απόδειξη της ύπαρξης ενός κρατικού πλαισίου που δρα σύμφωνα με τους όρους του jure gestionis, θέτοντας υπόψιν το βέλτιστο συμφέρον των πολιτών.
*Δικηγόρος LL.M, LL.M, M.A και ιδρύτρια της Gender Equality Assembly
Σχετικά άρθρα