Διαβάστε το άρθρο του Ροδόλφου Δρακούλη, MSc Mechanical Engineering, Ειδικού Εμπειρογνώμωνα, Σύμβουλου Επιχειρήσεων, Μέλους του Γενικού Συμβουλίου του ΣΕΒ που δημοσιεύτηκε στις 29.11.2019 στον Φιλελεύθερο με θέμα τον νέο επενδυτικό νόμο.
Ο νόμος «ΕΠΕΝΔΥΩ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ» που πρόσφατα ψηφίστηκε από τη Βουλή περιέχει μεταρρυθμίσεις, μεταξύ άλλων, σε θέματα αδειοδοτήσεων και εποπτείας-ελέγχου της αγοράς (άρθρα 13, 14 και 19). Είναι όμως όσα αναφέρονται σε αυτόν αρκετά για να επιτευχθεί πραγματικός, αποτελεσματικός έλεγχος της αγοράς, και αν ναι πότε αυτός θα μπορέσει να υλοποιηθεί;
Μια προσεκτική ανάγνωση αποκαλύπτει ότι από τον νόμο απουσιάζουν τα στοιχεία που καθορίζουν κάτω από ποιες συνθήκες, και με ποια κριτήρια θα διενεργείται ο έλεγχος, καθώς τα ζητήματα για την παραχώρηση των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων θα καθοριστούν με υπουργικές αποφάσεις οι οποίες θα εκδοθούν σε μεταγενέστερο χρόνο.
Τι θα γίνει όμως μέχρι την έκδοση αυτών των υπουργικών αποφάσεων; Θα συνεχίζει η αγορά να είναι σε διάφορους τομείς «απορρυθμισμένη» και να μην εποπτεύεται; Και από τη στιγμή που θα εκδοθούν οι υπουργικές αποφάσεις, πόσος χρόνος θα χρειαστεί ώστε να ξεκινήσει ο αποτελεσματικός έλεγχός της; Στο ενδιάμεσο διάστημα, τι προετοιμασία θα γίνει για τον καθορισμό των κριτηρίων της πιστοποίησης των φυσικών προσώπων ή της διαπίστευσης των οικονομικών φορέων που θα διενεργούν τον έλεγχο; Τι διαδικασίες θα καθοριστούν και τι υποδομές θα δημιουργηθούν ;
Είναι πολλά τα ερωτήματα που χρήζουν απαντήσεων, αλλά κυρίως είναι πολλές οι δράσεις που πρέπει να αναληφθούν και να επιταχυνθούν.
Δυστυχώς, πολλά είναι τα παραδείγματα που αποδεικνύουν επανειλημμένα ότι στην ελληνική αγορά υπάρχουν εταιρείες που κινούνται και δρουν παραβατικά, ίσως ακριβώς επειδή δεν υπάρχει έλεγχος, ή – αν υπάρχει – αυτός είναι πλημμελής. Βλέπουμε παραπλανητικές διαφημίσεις, ακόμα και από δήθεν σοβαρές εταιρείες, και προϊόντα των οποίων τα χαρακτηριστικά και οι επιδόσεις αποκλίνουν από τις ενωσιακές και τις εθνικές τεχνικές προδιαγραφές, δημιουργώντας τον κίνδυνο βλάβης τόσο στους καταναλωτές τους, όσο και στο δημόσιο συμφέρον.
Όσο δεν υπάρχει επαρκής και μεθοδικός έλεγχος της αγοράς, η διασφάλιση και η συνεχής βελτίωση της ποιότητας, η ασφάλεια των χρηστών, το υγιές και εύρυθμο επιχειρηματικό περιβάλλον παραμένουν ευχολόγια.
Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται μέσα στο πλαίσιο του ελληνικού και ευρωπαϊκού δικαίου, είναι συνήθως εταιρείες (ελληνικές και ξένες) μέλη πολυεθνικών οι οποίες τηρούν τους βασικούς κανόνες δεοντολογίας και υφίστανται γι’ αυτό αθέμιτο ανταγωνισμό. Κινούνται σύννομα μέσα στο εκάστοτε ισχύον κανονιστικό πλαίσιο και προσπαθούν να επιζήσουν σε ένα περιβάλλον που μέχρι τώρα παραβλέπει παράνομες πρακτικές κάποιων εταιρειών οι οποίες κατ’ επανάληψη και σκόπιμα παραβιάζουν τους κανόνες μη διασφαλίζοντας έτσι ούτε την προστασία του καταναλωτή, ούτε το δημόσιο συμφέρον.
Οι αρμόδιες κρατικές αρχές και κυρίως η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας η οποία είναι υπεύθυνη έναντι της ΕΕ για 22 από τους 33 τομείς προϊόντων, είναι υποστελεχωμένες και με τρομερή δυσκολία άντλησης πόρων για ελέγχους, ιδίως για έκτακτους που προκύπτουν λόγω καταγγελιών. Ακόμα και αν οι οικονομικοί πόροι υπάρχουν, έστω και πενιχροί, αυτοί δεν μπορούν να αντληθούν λόγω ιδιαίτερα πολύπλοκων διαδικασιών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι καταγγελία που έγινε τον Μάρτιο 2019 από ξένη πολυεθνική εταιρεία, ηγέτιδα στο χώρο των δομικών προϊόντων, η οποία έχει επενδύσει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Σχεδόν οκτώ μήνες μετά δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί η διαδικασία ελέγχου της καταγγελθείσας εταιρείας. Κι αυτό, παρά τις επανειλημμένες υπενθυμίσεις και παρά την υποχρέωση που έχει η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας να εξετάζει τις καταγγελίες βάσει του ευρωπαϊκού και του ελληνικού δικαίου και σε περίπτωση παραβατικότητας να λαμβάνει αμέσως μέτρα πέραν της επιβολής προστίμων. Η ολοκλήρωση του ελέγχου μια τέτοιας καταγγελίας δεν θα έπρεπε να απαιτεί πάνω από ενάμιση με δύο μήνες!
Το επιχείρημα ότι η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας ελέγχει την αγορά μόνο βάσει του προγράμματος που υποβάλλει κάθε χρόνο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και ο έλεγχος αυτός επαρκεί, δεν μπορεί να σταθεί καθώς σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 765/2008 – και τον νέο κανονισμό (ΕΕ) 2019/1020 με έναρξη εφαμογής τον Ιούλιο του 2021 – η αρμόδια αρχή, στην περίπτωση της Ελλάδας αυτή η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας, είναι υποχρεωμένη να εξετάζει όλες τις τεκμηριωμένες και σοβαρές καταγγελίες.
Επίσης δεν ευσταθεί το επιχείρημα, μικρής ευτυχώς μερίδας ειδικών, ότι υπάρχει μεγάλη έλλειψη εξειδικευμένων εργαστηρίων. Τουναντίον, η Ελλάδα διαθέτει πλέον σύγχρονα εργαστήρια, ιδιωτικά και πανεπιστημιακά, που προσφέρουν δυνατότητες δοκιμών οι οποίες στο παρελθόν γίνονταν μόνο στο εξωτερικό με αυξημένο ή και πολλαπλάσιο κόστος. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η σημαντική για την ασφάλεια όλων μας δοκιμή αντίδρασης σε φωτιά, η οποία πλέον διενεργείται σε εργαστήριο της Σχολής Μηχανολόγων Μηχανικών του ΕΜΠ.
Έτσι λοιπόν στο ενδιάμεσο διάστημα μέχρι την έκδοση της δευτερογενούς νομοθεσίας πιθανότατα θα συνεχίζεται η ασυδοσία κάποιων εταιρειών με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, οι σύννομες εταιρείες να μην αποφασίζουν εύκολα νέες επενδύσεις, γνωρίζοντας ότι θα δραστηριοποιηθούν σε μία απορρυθμισμένη και ανεξέλεγκτη αγορά. Οι επενδύσεις αυτές είναι απολύτως αναγκαίες για την Ελλάδα ώστε για να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και να επιτευχθούν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης ενισχύοντας ταυτόχρονα τη συμμετοχή της βιομηχανίας στο ελληνικό ΑΕΠ πάνω από το 9% ώστε να πλησιάσει τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κινείται σε επίπεδα πάνω του 15% με στόχο το 20%.
Είναι θετικό το ότι βασικές μεταρρυθμιστικές προτάσεις του ΚΕΦίΜ για τον τομέα της αδειοδότησης και της εποπτείας της αγοράς έχουν γίνει μερικώς αποδεκτές και λαμβάνονται υπόψη στον νέο νόμο. Αναφέρω ενδεικτικά την αντικατάσταση της κατάταξης δραστηριοτήτων με βάση την όχληση και την εγκατεστημένη ισχύ από την κατηγοριοποίηση των δραστηριοτήτων σύμφωνα με το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα, την απαλλαγή από την έγκριση λειτουργίας δραστηριοτήτων κατηγορίας Α2 (και όχι και Α1 όπως έχει προταθεί από το ΚΕΦίΜ), το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης αδειοδοτήσεων, την ανάθεση στον ιδιωτικό τομέα του ελέγχου των αδειοδοτήσεων και του ελέγχου της αγοράς.
Όμως για την άμεση εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που προβλέπει ο νέος νόμος είναι απαραίτητη η δευτερογενής νομοθεσία που έπεται. Αναφέρω τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Δεδομένου όμως του ότι οι προθεσμίες κατά κανόνα δεν τηρούνται από τον στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθίσταται εξαιρετικά αμφίβολο το αν θα τηρηθούν από εδώ και πέρα τα παραπάνω χρονικά όρια. Ακόμα όμως και αν οι παραπάνω προθεσμίες τηρηθούν, πώς θα αποφευχθεί στο ενδιάμεσο διάστημα ο αθέμιτος ανταγωνισμός; Σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα η απάντηση δεν είναι θετική.
Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι στον νέο νόμο γίνονται μεταρρυθμιστικά βήματα στη σωστή κατεύθυνση με παράλληλη απλοποίηση της νομοθεσίας. Ας περιμένουμε να διαπιστώσουμε το πότε οι μεταρρυθμίσεις στα χαρτιά θα εφαρμοστούν ουσιαστικά στην πράξη.
Ο Ροδόλφος Δρακούλης είναι ο κύριος ερευνητής της ενότητας “Εποπτεία αγοράς και αδειοδότηση: Εκσυγχρονισμός και εναρμόνιση με το ενωσιακό δίκαιο” του οδικού χάρτη μεταρρυθμίσεων “Ελλάδα 2021 – Ατζέντα για την ελευθερία και την ευημερία” του ΚΕΦίΜ. Βρείτε την ενότητα εδώ: https://bit.ly/34b47OT
Σχετικά άρθρα