Παναγιώτης Καρκατσούλης | Επιστημονικός συνεργάτης του ΚΕΦίΜ
Έφη Στεφοπούλου | Επιστημονική συνεργάτιδα του ΚΕΦίΜ
Κωνσταντίνος Σαραβάκος | Ερευνητής του ΚΕΦίΜ
Στο Μέρος Ι είδαμε πως θα έπρεπε να φτιάχνονται οι νόμοι ενώ στο Μέρος ΙΙ πως φτιάχνονται στην πράξη.
Από τα αποτελέσματα του Δείκτη Ποιότητας Νομοθέτησης 2018 δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε ότι η νομοθετική διαδικασία αποκλίνει σε σημαντικό βαθμό από όσα ορίζουν τόσο οι καλές πρακτικές της νομοθέτησης διεθνώς, όσο και το εγχώριο νομοθετικό πλαίσιο.
Εδώ θα καταγράψουμε ορισμένα από τα πιο βασικά προβλήματα της νομοθέτησης όπως τελικά εφαρμόζεται, όπως αυτά προκύπτουν από τα δεδομένα του Δείκτη Ποιότητας Νομοθέτησης 2018 και είναι τα εξής:
- Στη μεγάλη πλειονότητα των νόμων επιχειρείται να ρυθμιστούν παραπάνω από ένα πεδία πολιτικής. Αυτή η πρακτική των άσχετων διατάξεων οδηγεί σε επικαλύψεις και καταδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο την ανεπάρκεια νομοθετικού προγραμματισμού. Με την νομοθέτηση πολλών θεμάτων στον ίδιο νόμο οδηγούμαστε σε μία de facto νομοθέτηση: δηλαδή οι περισσότεροι νόμοι αποτελούν ρυθμίσεις για προβλήματα που προκύπτουν (και μπορεί να είναι άσχετα μεταξύ τους) και δεν είναι το αποτέλεσμα ενός νομοθετικού σχεδιασμού (όπου κάθε νόμος έχει το δικό του αντικείμενο και στόχο).
- Οι περισσότεροι νόμοι τροποποιούν άλλους νόμους που βρίσκονται σε ισχύ μόλις 1 έως 3 έτη. Η συχνή αλλαγή νόμων που έχουν ψηφιστεί πολύ πρόσφατα διαστρεβλώνει την νομοθετική διαδικασία καθώς οι νόμοι που τροποποιούνται δεν έχουν προλάβει να εφαρμοσθούν και να αξιολογηθούν. Το πρόβλημα αυτό φέρνει στην επιφάνεια τόσο την προχειρότητα της νομοθέτησης των νόμων που αλλάζουν, όσο και την λεγόμενη συμβολική νομοθέτηση, δηλαδή διατάξεις που μόνο σκοπό έχουν να ικανοποιήσουν το αίσθημα των πολιτών ότι ένα σημαντικό πρόβλημα ρυθμίστηκε.
- Στη συντριπτική πλειονότητα των νόμων δεν έχει υπολογιστεί ποιες θα είναι οι επιπτώσεις εφαρμογής τους. Αν υπάρχει ένα πρόβλημα και χρήζει ρύθμισης ο προσδιορισμός του προβλήματος, η εκτίμηση της λύσης που δίνεται και των υπόλοιπων συνεπειών του, είναι υποχρέωση του νομοθέτη. Ωστόσο, στην πλειονότητα των νόμων δεν υπάρχουν εκτιμήσεις τι θα συμβεί με την εφαρμογή τους. Γίνεται αντιληπτό το πόσο καταστροφικό είναι να ψηφίζεται μία διάταξη, με πχ δημοσιονομικό ή περιβαλλοντικό περιεχόμενο, και να μην γνωρίζουμε πως η εφαρμογή της θα κοστίσει Χ ευρώ στον προϋπολογισμό ή θα ρυπάνει το περιβάλλον στον Y βαθμό.
- Σε αρκετούς νόμους ο χρόνος της δημόσιας διαβούλευσης δεν επαρκεί και είναι καθαρά τυπικό ζήτημα. Η συμμετοχή των πολιτών και των οργανωμένων φορέων της κοινωνίας στο τι πρόκειται να γίνει νόμος του κράτους είναι βασικό συστατικό της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ειδικά σε μία εποχή που μας δίνεται μια ουσιαστική δυνατότητα συμμετοχής μέσω της τεχνολογίας. Ωστόσο, για την πλειονότητα των νόμων η δημόσια διαβούλευση κρατάει λίγες ημέρες, ακόμα και ώρες, ή δεν πραγματοποιείται καθόλου. Ενδεικτικό της όλης διαδικασίας είναι πως νομοσχέδια έχουν βρεθεί πρώτα στις επιτροπές της Βουλής και ύστερα από διαμαρτυρίες πολιτών τέθηκαν σε δημόσια διαβούλευση, για ελάχιστον χρόνο. Κι όμως η διαβούλευση, εκτός από απαραίτητη προϋπόθεση δημοκρατικής νομιμοποίησης της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας, αποτελεί και βασική πηγή πληροφόρησης και άντλησης γνώσης και δεδομένων για το υπό ρύθμιση θέμα: «Αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τη διάνοια πολλών γιατί να περιοριστώ μόνο στη δική μου;», είχε πει ευφυώς ο πρόεδρος των ΗΠΑ Woodrow Wilson.
- Η συντριπτική πλειονότητα των νόμων περιέχει τροπολογίες που είναι άσχετες με το κύριο αντικείμενο τους και εκπρόθεσμες. Οι τροπολογίες είναι διατάξεις αναθεωρήσεων ή προσθηκών σε άλλους νόμους που θεωρείται πως πρέπει να γίνουν άμεσα. Αν και προϋποθέσεις για το πως γίνονται δεκτές υπάρχουν, η ελαστικότητα που έχει διαμορφώσει το ίδιο το βουλευτικό σώμα στην αποδοχή τους δίνει την δυνατότητα να περάσουν φωτογραφικές και πελατειακές ρυθμίσεις, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο. Μία τροπολογία μπορεί να εισαχθεί στην ολομέλεια ακόμη και 5 λεπτά πριν από την ψήφιση ενός νόμου, χωρίς να έχει σχέση με τον νόμο, χωρίς εκτίμηση του κόστους που επιφέρει στον κρατικό προϋπολογισμό και χωρίς να έχει το ίδιο το βουλευτικό σώμα τον χρόνο να την επεξεργαστεί. Αυτός ο τρόπος νομοθέτησης είναι διακομματικός και σκόπιμα διαμορφωμένος με τέτοιο τρόπο που να δίνει την δυνατότητα να αναιρούνται οι περισσότερες δικλείδες ασφαλείας για την ορθή νομοθετική λειτουργία. Ακόμη, αυτή η πρακτική αποτελεί ξεκάθαρη παραβίαση του Κανονισμού της Βουλής και του Συντάγματος.
- Οι νόμοι δίνουν πολλές εξουσιοδοτήσεις για Υπουργικές Αποφάσεις και ουσιαστικά δεν εφαρμόζονται άμεσα. Οι νόμοι παράγουν έναν αρκετά μεγάλο αριθμό εξουσιοδοτήσεων για Υπουργικές Αποφάσεις, ειδικότερα αν λάβουμε υπόψη μας τις ελάχιστες εξουσιοδοτήσεις για Προεδρικά Διατάγματα. Αυτό συμβαίνει επειδή η εκτελεστική εξουσία προσπαθεί να παρακάμψει τον ελεγκτικό ρόλο του Συμβουλίου της Επικρατείας που είναι αρμόδιο για τον έλεγχο των υπό έκδοση Προεδρικών Διαταγμάτων. Ακόμη, η πρακτική των πολλών και γενικών και αόριστων εξουσιοδοτήσεων (κακονομία) για Υπουργικές Αποφάσεις αφενός δίνει τεράστιο βαθμό αυτονομίας και νομοθετικής ευχέρειας στην Υπουργική θέση και αφετέρου οδηγεί στο φαινόμενο της πολυνομίας, δηλαδή της έκδοσης πολλών ρυθμίσεων σε ισχύ που κάνει την δουλειά τον κρατικών λειτουργών αλλά και της δικαστικής εξουσίας πολλή δύσκολη ως προς το τι ισχύει. Επίσης, η μη έγκαιρη ενεργοποίηση του συνόλου των εξουσιοδοτήσεων παραπέμπει είτε σε διοικητική αβελτηρία, είτε στον συμβολικό, χαρακτήρα του νόμου (όπως είδαμε και με τις τροποποιήσεις σχετικά νέων νόμων), μέσω του οποίου δηλώνεται η πρόθεση ρύθμισης ενός ζητήματος χωρίς όμως να υπάρχει πρόθεση εφαρμογής της.