«Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη», του Ιταλού ζωγράφου Ludovico Lipparini, εκτίθεται στο Civico Museo Sartorio της Τεργέστης.
Του Αριστείδη Χατζή*
Είναι δύσκολο να βρει κανείς παράδειγμα επανάστασης που μένει τόσο μετέωρη από την πρώτη στιγμή. Η Ελληνική Επανάσταση το 1821 είναι μετέωρη σε τρεις διαφορετικές διαστάσεις. Κατ’ αρχάς, τα προηγούμενα 50 χρόνια, οι ορθόδοξοι των Βαλκανίων εμπεδώνουν ότι η μοίρα τους συνδέεται με εκείνη της Ρωσίας, μιας δύναμης που είναι αναθεωρητική εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ακόμα και μετά τη μεγάλη απογοήτευση των Ορλωφικών, κανείς Έλληνας δεν αμφισβητεί ότι οποιαδήποτε εξέγερση θα πρέπει να εντάσσεται στον ρωσικό γεωπολιτικό σχεδιασμό. Όμως, στις 14 Μαρτίου 1821 η Ρωσία εξαφανίζεται από την εικόνα. Είναι η ημέρα που, με εντολή του Τσάρου Αλέξανδρου, ο Καποδίστριας στέλνει στον Υψηλάντη την επιστολή με την οποία αποκηρύσσει την Επανάσταση. Τώρα το μόνο που μπορεί να προσφέρει η Ρωσία είναι η ουδετερότητα. Είναι χρήσιμη αλλά δεν αρκεί, διότι, μεταξύ των άλλων, οι επαναστάτες φέρουν και το πολιτικό κόστος της ρωσικής προστασίας, την οποία δεν απολαμβάνουν. Πρέπει να αποδείξουν ότι δεν είναι όργανα των Ρώσων, κάτι καθόλου εύκολο.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο μένει μετέωρη η Επανάσταση είναι η πλήρης αποκοπή της από το Πατριαρχείο. Για 400 χρόνια αυτός είναι ο πολιτικός φορέας που ελέγχει τους Ρωμιούς ραγιάδες, που έχουν γίνει τώρα επαναστάτες. Το Πατριαρχείο είναι ο διαμεσολαβητής των ορθοδόξων με τον Σουλτάνο, γι’ αυτό και η εκτέλεση του Γρηγορίου αποτελεί μεγάλο πολιτικό σφάλμα του Μαχμούτ. Η πνευματική και πολιτική κεφαλή των Ρωμιών εξαφανίζεται από το προσκήνιο.
Ο τρίτος παράγοντας αβεβαιότητας είναι η απουσία της κοσμικής ηγεσίας που διεκδίκησε το Γένος από το πολιτικό μονοπώλιο της Εκκλησίας. Ξεκινάει η Επανάσταση και πολύ σύντομα εξουδετερώνεται ο αρχηγός της, καθώς ο Αλέξανδρος Υψηλάντης φυλακίζεται το καλοκαίρι του 1821. Αλλά συνολικά η Φιλική Εταιρεία, η ανώτατη Αρχή, απουσιάζει από την εικόνα. Οχι μόνο διότι οι τοπικοί επαναστάτες στην Πελοπόννησο, στη Ρούμελη και στα νησιά θεωρούν δεδομένο ότι αυτοί θα ελέγχουν τα πράγματα, ούτε γιατί ο γενναίος πατριώτης Δημήτριος Υψηλάντης δεν έχει ηγετικά προσόντα.
Αλλά διότι τα ηγετικά της στελέχη αδυνατούν να παίξουν σημαντικό ρόλο, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Ακόμα και οι Παπαφλέσσας, Αναγνωσταράς και Περραιβός, που κάνουν σημαντικό έργο, παραμερίζονται. Δεν φταίει η ηγεσία της Φιλικής γι’ αυτό. Έχει γίνει εξαιρετική δουλειά από την Εταιρεία, ιδίως σε επίπεδο κινητοποίησης στον ελληνικό χώρο των μικρομεσαίων στελεχών – δουλειά που θα φανεί την άνοιξη του 1821. Αλλά η ηγεσία της Επανάστασης που αναδύεται αποφασίζει (ορθά) να την εξαφανίσει από το προσκήνιο. Κάθε αναφορά στη Φιλική Εταιρεία είναι επικίνδυνη καθώς η νέα ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να χτίσει διεθνείς σχέσεις.
Ξεκινάει, λοιπόν, μία Επανάσταση χωρίς εξωτερική στήριξη για ένα έθνος που δεν υπάρχει ακόμα ως μια συγκροτημένη συλλογική οντότητα, ακέφαλο ύστερα από 400 χρόνια σκλαβιάς. Χωρίς ηγεσία, χωρίς πολεμοφόδια, χωρίς εκπαιδευμένο στρατό. Εχει, λοιπόν, απόλυτο δίκιο ο Κολοκοτρώνης όταν λέει στον Τερτσέτη «Ο κόσμος μάς έλεγε τρελούς». Γιατί είναι μία τρέλα αυτή η Επανάσταση, όταν ανατρέπονται από την αφετηρία τα πάντα, δεν υπάρχουν οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις επιτυχίας ενώ βασίζεται, κυριολεκτικά, σε ψέματα, όπως τονίζει ο Φωτάκος. Ομως αυτή η Επανάσταση μεταδίδεται στο σύνολο της νότιας Βαλκανικής σαν ηλεκτρικό σοκ, και αυτό είναι το αποτέλεσμα της εξαιρετικής προεργασίας της Φιλικής Εταιρείας αλλά και του κλίματος που έχει δημιουργήσει ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση.
Η τύχη της Επανάστασης είναι η ανάδυση κάποιων προσώπων και ομάδων την κρίσιμη στιγμή. Κατ’ αρχάς του Κολοκοτρώνη, με το φιλόδοξο στρατηγικό σχέδιο για την κατάληψη της Τριπολιτσάς, που φαίνεται ανεδαφικό στην αρχή της επιχείρησης. Δικαιώνεται όμως, όπως θα δικαιωθεί και το δεύτερο σχέδιό του, όταν η πρώτη και μοναδική τουρκική στρατιά που θα μπει στην Πελοπόννησο, μέχρι τον Φεβρουάριο του 1825, θα εξοντωθεί στα Δερβενάκια. Αυτό αλλάζει τα πράγματα, δεν το περιμένει κανείς, ούτε οι Οθωμανοί, ούτε ο Μέτερνιχ, ούτε οι Ρώσοι, ούτε οι Βρετανοί, όλοι θεωρούν δεδομένο ότι η Επανάσταση είναι μία υπόθεση μερικών μηνών, πριν συντριβεί ολοκληρωτικά. Αλλά η ικανότητα του Κολοκοτρώνη φθάνει στα όριά της το 1825. Είναι ελάχιστα αυτά που κατορθώνει απέναντι στον τακτικό και καλά εκπαιδευμένο αιγυπτιακό στρατό. Ο ίδιος το αντιλαμβάνεται καλύτερα από κάθε άλλον και προτείνει να προσκληθεί ο Βρετανός Τσωρτς για να αναλάβει την αρχιστρατηγία.
Ο δεύτερος σημαντικός παράγοντας επιτυχίας είναι οι νησιώτες. Ο ελληνικός στόλος κερδίζει τον πόλεμο στη θάλασσα και αυτή η νίκη είναι η πιο αποφασιστική. Θα φτάσει όμως κι αυτός στα όριά του το 1826, απέναντι σε δύο ισχυρούς ενωμένους στόλους.
Ο τρίτος παράγοντας, ο πολιτικός πρωταγωνιστής αυτής της Επανάστασης, είναι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο οποίος θα καταφέρει το 1822 να αλλάξει την εικόνα της Επανάστασης στην Ευρώπη, εξασφαλίζοντας πρώτα ανοχή και μετά στήριξη. Διότι η Ελληνική Επανάσταση αντιμετωπίζεται με καχυποψία από τους φιλελεύθερους που τη θεωρούν ρωσόφιλη αλλά και από τους Ρώσους και τους συντηρητικούς που φοβούνται ότι είναι φιλελεύθερη. Ο Μαυροκορδάτος κατορθώνει να πείσει ότι οι Ελληνες δεν είναι υποχείρια των Ρώσων και ότι η Επανάσταση δεν είναι καρμποναρική. Ταυτόχρονα όμως τη μετατρέπει σε φιλελεύθερη και δημοκρατική. Αυτά τα χαρακτηριστικά εξυπηρετούν, ίσως, τον πολυκεντρισμό και ισορροπούν τον πολιτικό ανταγωνισμό, αλλά δημιουργούν ταυτόχρονα μία παράδοση, μία θεσμική μνήμη, με μεγάλη διάρκεια και αντοχή. Το κυριότερο που πετυχαίνει ο Μαυροκορδάτος είναι ότι μετατρέπει το Μεσολόγγι σε πρωτεύουσα της Ελλάδος –ουσιαστικά αυτό είναι το κέντρο βάρους της Επανάστασης, από το 1824 έως το 1826– προσελκύει Φιλέλληνες, εξασφαλίζει δάνειο, δημιουργεί κίνητρα και προϋποθέσεις για τη μεγάλη πλειοδοσία μεταξύ Ρωσίας και Αγγλίας στην αρχή και Γαλλίας, ακόμα και Αυστρίας στη συνέχεια, υπέρ των ελληνικών συμφερόντων. Αυτό θα οδηγήσει στη Συνθήκη του Λονδίνου του 1827, που είναι πολύ κρίσιμη μεν αλλά ο μηχανισμός πλειοδοσίας που θέτει σε λειτουργία ο Μαυροκορδάτος το 1824, συνεχίζει να αποδίδει μέχρι και το 1832 και οδηγεί τελικά στην ανεξαρτησία.
Οι Ελληνες πετυχαίνουν κάτι εξαιρετικά δύσκολο για δύο κυρίως λόγους. Γιατί επιδεικνύουν μία εκπληκτική αντοχή στο στρατιωτικό επίπεδο –οι αγρότες και οι ναύτες που πολεμούν ασταμάτητα για πάνω από έξι χρόνια– αλλά έχουν και μία πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που αξιοποιεί αυτή την αντοχή και η οποία επενδύει στην προσδοκία ότι το σύστημα της Βιέννης είναι τελικώς εύθραυστο. Οι Ελληνες μπορούν ως σφήνα να το αποδομήσουν, φτάνει να δελεάσουν τον πιο αδύναμο κρίκο, τη Μεγάλη Βρετανία, που αντιμετωπίζει την πολιτική Μέτερνιχ με σκεπτικισμό. Η πολιτική του Μαυροκορδάτου δικαιώνεται πλήρως.
Το μετέωρο της Επανάστασης άνοιξε όλα τα ενδεχόμενα και οδήγησε σε έναν τόσο συνολικό και ριζικό αναπροσανατολισμό των Ελλήνων, των Ρωμιών, που δεν κοιτούν πλέον μόνο προς την Κωνσταντινούπολη ή τη Ρωσία, αλλά και προς την Αγγλία, τη Γαλλία, ακόμα και τις ΗΠΑ. Δεν είναι δυνατόν αυτός ο πολλαπλά ριζοσπαστικός αναπροσανατολισμός να μην αφήσει σημάδια, δυσκινησίες, πολιτιστικό δυϊσμό. Ολα αυτά δεν μπορούν να υποτιμήσουν το αδιαμφισβήτητο γεγονός. Η Ελληνική Επανάσταση, παρά την αρνητική συγκυρία, τις φοβερές ανατροπές, τα μεγάλα λάθη, ήταν τελικά μια επιτυχημένη επανάσταση.
Βρείτε το άρθρο στην kathimerini.gr
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 6.12.2020 και αποτελεί το δέκατο έκτο της σειράς άρθρων για την Επανάσταση του 1821, στο πλαίσιο της συνεργασίας του ΚΕΦίΜ με την εφημερίδα με αφορμή το εκπαιδευτικό προγράμμα : «Ελλάδα 2021: Διακόσια χρόνια από τη Φιλελεύθερη Επανάσταση». Μάθετε περισσότερα εδώ.
Σχετικά άρθρα