Του Γιώργου Αρχόντα*
Τα μέλη του Ελληνικού Πάνελ Οικονομολόγων του ΚΕΦίΜ προκρίνουν στη πλειονότητα τους την ανάληψη αντιμονοπωλιακών μέτρων εναντίον των μεγάλων μέσων κοινωνικής δικτύωσης (πχ Facebook, Twitter) δεδομένης της κυρίαρχης θέσης που αυτά κατέχουν στην αγορά και της συνεπαγόμενης επιρροής τους στη δημόσια σφαίρα, όπως καταδεικνύουν τα αποτελέσματα της Ερώτησης του Πάνελ για τον Μάρτιο.
Ο εντοπισμός των μονοπωλίων είναι συνήθως εξαιρετικά δύσκολος στην πράξη, και καθίσταται ακόμη δυσκολότερος στο πεδίο της ψηφιακής οικονομίας που χαρακτηρίζεται από την πιεστική ανάγκη για διαρκή καινοτομία για τη διατήρηση πλεονεκτήματος έναντι του ανταγωνισμού, αλλά και από φαινόμενα δικτύωσης που καθιστούν δύσκολη την ατομική μετάβαση σε ανταγωνιστικές υπηρεσίες, ανεξαρτήτως της ποιότητας που αυτές προσφέρουν.
Ειδικά μάλιστα σε ό,τι αφορά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η σχετική συζήτηση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο καθώς πέραν της θέσης τους στην αγορά υπάρχει και η παράμετρος της επιρροής που τα ίδια ασκούν, ή επιτρέπουν σε τρίτους να ασκήσουν στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.
Στην Ερώτηση του Μαρτίου απάντησαν συνολικά 44 Ελληνίδες και Έλληνες οικονομολόγοι. Το 62% αυτών προκρίνει την ανάληψη αντιμονοπωλιακών μέτρων εναντίον των μεγάλων μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ενώ το 18% διαφωνεί. Μεταξύ των δύο επιλογών τοποθετήθηκε ένα αξιοσημείωτο 20% των απαντησάντων.
Τα μέλη του Πάνελ στα επεξηγητικά τους σχόλια, τα οποία είναι πλήρως διαθέσιμα στην ιστοσελίδα του ΚΕΦίΜ, επισημαίνουν αφενός την ιδιαίτερη φύση των οικονομιών δικτύου που χαρακτηρίζουν αυτή την αγορά και επιτρέπουν την απόκτηση πολύ μεγάλων μεριδίων που δεν είναι εύκολα αναστρέψιμα. Ακόμη, υπογραμμίζουν την επιρροή που ασκούν οι αλγόριθμοι των δικτύων αυτών σε κρίσιμα πεδία της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής που κυμαίνονται από τα προγράμματα εμβολιασμού μέχρι και τις εθνικές εκλογές, τον κίνδυνο της ασυμμετρίας της πληροφόρησης, καθώς και τον προβληματικό χαρακτήρα κάποιων από τα μέτρα αυτορρύθμισης που έχουν ήδη αναληφθεί από τις επιχειρήσεις αυτές, όπως ο ενεργός έλεγχος και περιορισμός περιεχομένου από χρήστες.
Στην κατεύθυνση αυτή επισημαίνονται επίσης επιμέρους υφιστάμενες και διαφαινόμενες νέες λειτουργίες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης όπως η πώληση δεδομένων χρηστών και η χρήση μεθόδων τεχνητής νοημοσύνης για άσκηση επιρροής και δημιουργία νέων προτιμήσεων, η αξιοποίηση τους για σκοπούς κρατικής επιτήρησης και ελέγχου (όπως συμβαίνει με το σύστημα κοινωνικής πίστωσης στην Κίνα), καθώς και η προοπτική ανάπτυξης δικών τους κρυπτονομισμάτων.
Από την άλλη πλευρά, όσοι απορρίπτουν την περαιτέρω έξωθεν ρυθμιστική παρέμβαση υπογραμμίζουν ότι ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων τεχνολογικών εταιριών ήδη έχει οδηγήσει σε σημαντικές και διαρκώς εμπλουτιζόμενες πρωτοβουλίες αυτορρύθμισης, ενώ επισημαίνεται ότι πρώιμα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με κυρίαρχη θέση στο παρελθόν όπως το MySpace απέτυχαν να θωρακιστούν έναντι του ανταγωνισμού, έχοντας ουσιαστικά εξαφανιστεί από την αγορά χωρίς έξωθεν παρέμβαση.
Ανεξάρτητα πάντως από την επιμέρους στάση των απαντησάντων, έντονες καταγράφονται οι εκατέρωθεν επιφυλάξεις ως προς το περιεχόμενο και την αποτελεσματικότητα τυχόν τέτοιων μέτρων που μεταξύ άλλων επαναφέρουν το κλασικό πρόβλημα της δημόσιας πολιτικής «ποιος θα μας φυλάξει από τους φύλακες».
Τα συνολικά αποτελέσματα μπορείτε να δείτε εδώ.
Ο Γιώργος Αρχόντας είναι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΚΕΦίΜ και υπεύθυνος του Ελληνικού Πάνελ Οικονομολόγων.
To άρθρο δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή την Τρίτη 6 Απριλίου και μπορείτε να το βρείτε διαδικτυακά στην kathimerini.gr.
Σχετικά άρθρα