Ο Ομέρ Βρυώνης σε πίνακα του 19ου αιώνα που αποδίδεται στον Ντελακρουά. Τον αγόρασε ο Εθνάρχης Μακάριος κατά τη δεκαετία του 1960. Ευχαριστώ το Ιδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ για την άδεια δημοσίευσης.
Του Αριστείδη Χατζή*
Ο Ομέρ Βρυώνης γνώριζε καλά τον Οδυσσέα από την αυλή του Αλή Πασά. Ηταν και οι δύο πιστά όργανά του, έτοιμα να κάνουν τα πάντα γι’ αυτόν. Τον εγκατέλειψαν όμως και οι δύο, όταν κατάλαβαν πως πλησίαζε το τέλος του, πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση να επιβιώσει από τη σύγκρουση με αυτόν ειδικά τον σουλτάνο. Ο Ομέρ Βρυώνης ήταν ευφυής, ικανός, γενναίος και προσαρμοστικός. Είχε κατορθώσει να επιβιώσει, να επανενταχθεί και τώρα βρισκόταν υπό δοκιμασία. Επρεπε να δικαιώσει την εμπιστοσύνη που του έδειξε ο Χουρσίτ και να διεκδικήσει κάτι παραπάνω από την υποδεέστερη θέση που είχε τώρα, δίπλα στον Κιοσέ Μεχμέτ. Του δόθηκε μια ευκαιρία και ήθελε να την εκμεταλλευθεί για να αποδείξει την αξία του, αλλά κυρίως τη χρησιμότητά του. Επρεπε η εκστρατεία εναντίον του Μοριά να έχει επιτυχία και οι Ρωμιοί να δηλώσουν υποταγή. Τα πράγματα θα ήταν ευκολότερα εάν δεν υπήρχε ένα μικρό εμπόδιο, η εξέγερση στην Ανατολική Ρούμελη. Επρεπε πρώτα να καθαρίσει η περιοχή από τους Ρωμιούς κλέφτες και έπειτα να περάσουν τα οθωμανικά στρατεύματα τον Ισθμό.
Σε αντίθεση με τον Κιοσέ Μεχμέτ, ο Ομέρ Βρυώνης δεν έβλεπε ως εμπόδιο αυτό που συνέβαινε στην Ανατολική Ρούμελη αλλά ως ευκαιρία. Μπορούσε να εκμεταλλευθεί τις σχέσεις που είχε δημιουργήσει στην αυλή του Αλή Πασά για να υποτάξει τους Ρωμιούς με την πειθώ και ανταλλάγματα, ελαχιστοποιώντας το κόστος. Αν, μάλιστα, πετύχαινε το σχέδιό του, ίσως να κουβαλούσε μερικούς από τους αρματολούς της Ρούμελης στον Μοριά, όχι τόσο για να ενισχύσουν τον στρατό του, όσο για παράδειγμα στους Μοραΐτες.
Το σχέδιο πήγαινε καλά. Απώθησε εύκολα τον Πανουργιά και τον Δυοβουνιώτη, ο ταραξίας επίσκοπος Σαλώνων ήταν νεκρός, η Λιβαδειά στα χέρια του. Αν είχε κατορθώσει να πείσει και τον Διάκο να προσκυνήσει, όλα θα είχαν πάει κατ’ ευχήν. Αλλά ο Διάκος προτίμησε να πεθάνει με φρικτό τρόπο παρά να συμμαχήσει μαζί του. Φαίνεται πως ήταν φανατικός θρησκόληπτος, δεν μπορούσε να το εξηγήσει αλλιώς. Οπως και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Διάκος δεν διέφυγε, όταν η μάχη ήταν προφανώς χαμένη και προλάβαινε να γλιτώσει τη ζωή του.
Τώρα όμως θα συναντούσε τον Οδυσσέα που τον ήξερε καλά. Ανησυχούσε, βέβαια, για το πώς θα εξελιχθεί η συνάντηση, τι θα απαιτούσε ο Οδυσσέας, πώς θα χειριζόταν έναν τόσο ικανό και τόσο αδίστακτο αντίπαλο, πώς θα τον έφερνε στα νερά του χωρίς να υπονομεύσει τη δική του θέση. Αλλά θεωρούσε ότι τον ήξερε καλά – δεν περίμενε μεγάλες εκπλήξεις απ’ αυτόν.
Βέβαια, οι πληροφορίες που είχε για τη δραστηριότητα του Οδυσσέα δεν ήταν ενθαρρυντικές. Ο Οδυσσέας είχε χαθεί για ένα μεγάλο διάστημα, κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν και τι έκανε. Οταν εμφανίστηκε επιτέλους, μπήκε και αυτός στην εξέγερση των Ρωμιών. Αναμενόμενο. Τι άλλο να έκανε, εφόσον είχε εγκαταλείψει τον Αλή και δεν είχε ενταχθεί στα σουλτανικά στρατεύματα; Αλλά φαίνεται πως αυτή τη φορά ο Οδυσσέας ποντάρισε στον πιο αδύναμο παίκτη από τους τρεις που ανταγωνίζονταν στην περιοχή. Αυτή η εξέγερση των Ρωμιών (αν βέβαια δεν βρισκόταν η Ρωσία από πίσω) ήταν οπωσδήποτε μια απελπισμένη προσπάθεια των ραγιάδων να εκμεταλλευθούν τον οθωμανικό εμφύλιο για να κερδίσουν κάτι παραπάνω, να αναδιαπραγματευθούν τη θέση τους, να αρπάξουν ευκαιρίες. Καθώς ολόκληρη η περιοχή είχε μετατραπεί σε κινούμενη άμμο, έπρεπε ο καθένας πρώτα να σωθεί και έπειτα να αναζητήσει νέο ρόλο. Ο Οδυσσέας έκανε λάθος επιλογή και ο Ομέρ Βρυώνης θα του έδινε την ευκαιρία να επανορθώσει.
Σωστά σκεφτόταν ο Βρυώνης, κάπως έτσι ήταν τα πράγματα, αν τα έβλεπε κανείς με βάση την εμπειρία και τις παραστάσεις του συνετού Αλβανού. Αλλά του διέφευγε μια κρίσιμη παράμετρος. Ετσι, ακόμη κι αν είχε περισσότερες πληροφορίες, δεν θα μπορούσε να τις εκτιμήσει με διαφορετικό τρόπο. Θα ήταν αδύνατον, ακόμη και για τον ευφυέστερο Οθωμανό να καταλάβει. Γιατί αυτό που συνέβαινε ήταν η εμφάνιση ενός παράλληλου σύμπαντος, ενός νέου κόσμου που συνυπήρχε με τον παλιό. Τα πράγματα φαίνονταν ίδια, αλλά δεν ήταν. Οι πράξεις φαίνονταν όμοιες, αλλά δεν ήταν. Τα πρόσωπα φαίνονταν οικεία, αλλά δεν ήταν αυτά που γνώριζε. Μόνο κάποιες λέξεις είχαν αλλάξει νόημα και νέες, άγνωστες, εξωτικές, είχαν ακουστεί. Αλλά τα ελληνικά του Ομέρ Βρυώνη δεν ήταν ποτέ πολύ καλά. Δεν καταλάβαινε αυτά που έλεγαν μερικές φορές οι Ρωμιοί. Αλλά μικρό το κακό. Λόγια. Αρα τίποτα.
Ακόμη κι αν είχε μάθει ο Ομέρ Βρυώνης τι έκανε τον Ιανουάριο στη Λευκάδα ο Οδυσσέας, ακόμη κι αν είχε πληροφορηθεί τη συνάντησή του με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στο ρωσικό προξενείο της Πάτρας στα μέσα Μαρτίου, θα φανταζόταν πως κάποια βρωμοδουλειά θα ετοίμαζε και πάλι. Ακόμη κι αν ήταν μπροστά τη στιγμή που ο Οδυσσέας εκτελούσε τους φοροεισπράκτορες στη δυτική Ρούμελη δεν θα του έκανε καμία εντύπωση. Αυτός ήταν ο Οδυσσέας. Θα τον προβλημάτιζε, βέβαια, μια λεπτομέρεια. Ο Οδυσσέας δεν άγγιξε τα χρήματα που κουβαλούσαν. Τα άφησε πάνω στα πτώματα. Αλλά και αυτό θα το εξηγούσε εύκολα. Κάποιοι θα του ανέθεσαν να στείλει κάποιο «μήνυμα». Πράγματι, μήνυμα έστειλε ο Οδυσσέας. Αλλά χάθηκε και αυτό στη μετάφραση.
Ακόμη κι αν είχε διαβάσει ή πληροφορηθεί το περιεχόμενο της επιστολής του Οδυσσέα προς τους Γαλαξιδιώτες, θα του φαινόταν απλώς αστεία, παράδοξη. Μάλλον ο Οδυσσέας είχε αποφασίσει να αναλάβει την «προστασία» τους και τους απειλούσε έμμεσα. Τι άλλο μπορούσαν να σημαίνουν όσα έγραφε; Ισως να έψαχνε ευκαιρία να ελέγξει μια περιοχή για να διαπραγματευθεί μετά με τον Χουρσίτ, έχοντας κάποιο καλό χαρτί.
Καθώς πλησίαζε στο Χάνι της Γραβιάς, εκεί όπου θα συναντούσε τον Οδυσσέα, άρχισε να καταλαβαίνει πως η ιστορία αυτή δεν θα τελείωνε γρήγορα και εύκολα, όπως έλπιζε. Οι Ρωμιοί είχαν σκοτώσει τους αιχμαλώτους. Αρα η διαπραγμάτευση θα ήταν σκληρότερη απ’ ό,τι περίμενε. Αλλά είχε πολύ στρατό μαζί του και αυτό του έδινε παραπάνω αυτοπεποίθηση από αυτή που ήδη είχε. Δεν ήταν ο άνθρωπος που θα του έστηναν παγίδα μερικοί κλέφτες. Απώθησε και πάλι με ευκολία τον Πανουργιά και τον Δυοβουνιώτη. Ο Οδυσσέας ήταν κλεισμένος με καμιά 100αριά στο Χάνι. Προφανώς δεν θα έδινε μάχη, δεν ήταν τρελός. Αλλά θα τον ζόριζε στις διαπραγματεύσεις.
Ομως ο Ομέρ Βρυώνης είχε έναν άσο στο μανίκι. Αυτός που πλησίασε το Χάνι για να μιλήσει με τον Ανδρούτσο ήταν ένας δερβίσης από τη σέκτα των Μπεκτασήδων. Ο Βρυώνης ήξερε καλά τη σχέση του Οδυσσέα με τη σέκτα και την εκμεταλλευόταν. Ο Οδυσσέας είδε τον δερβίση και ζήτησε από τους άνδρες του να κατεβάσουν τα όπλα. Τον ρώτησε πού πηγαίνει. Ο δερβίσης απάντησε. Αντάλλαξαν μερικές κουβέντες, που σύντομα άρχισαν να γίνονται απειλές. Ο Οδυσσέας τότε σήκωσε το όπλο και πυροβόλησε. Ο δερβίσης έπεσε νεκρός με τη μία. Οι πάντες πάγωσαν για μερικά δευτερόλεπτα. Αλλά δεν άργησαν να συνέλθουν και οι Αλβανοί όρμησαν εξαγριωμένοι. Ακούστηκε μια ομοβροντία και οι περισσότεροι έπεσαν νεκροί. Ο Ομέρ Βρυώνης κατάλαβε επιτέλους ότι κάτι είχε αλλάξει στον Οδυσσέα. Αλλά και πάλι δεν μπορούσε να πει με σιγουριά τι ήταν αυτό.
Βρείτε το άρθρο στην kathimerini.gr
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 11.4.2021 και αποτελεί μέρος της σειράς άρθρων για την Επανάσταση του 1821, στο πλαίσιο της συνεργασίας του ΚΕΦίΜ με την εφημερίδα με αφορμή το εκπαιδευτικό προγράμμα : «Ελλάδα 2021: Διακόσια χρόνια από τη Φιλελεύθερη Επανάσταση». Μάθετε περισσότερα εδώ.
Το προηγούμενο άρθρο της σειράς, με τίτλο “Η Φιλελεύθερη Επανάσταση”, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Σχετικά άρθρα