Το περιοδικό «Η επόμενη μέρα στη Μαγνησία & στην Ελλάδα» και το ειδικό ένθετο με θέμα την οικονομία του Ομίλου Καρεκλίδη φιλοξένησε στη φετινή του έκδοση με αφορμή την 85η Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης τη συνέντευξη του Προέδρου του ΚΕΦίΜ Αλέξανδρου Σκούρα στον δημοσιογράφο Ηλία Κουτσερή. Ο Αλέξανδρος Σκούρας μίλησε για την οικονομική πολιτική της χώρας, την ανάγκη μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης και όλες τις δράσεις του ΚΕΦίΜ γύρω από την οικονομία. Ολόκληρη τη φετινή έκδοση μπορείτε να βρείτε διαδικτυακά εδώ.
Συνέντευξη του Αλέξανδρου Σκούρα στον Ηλία Κουτσερή
Μία δεξαμενή σκέψης έχει την «πολυτέλεια» να σκεφτεί έξω από τα κομματικά στεγανά και το πολιτικό status quo, αναφέρει ξεκάθαρα στη ΜΑΓΝΗΣΙΑ και το ένθετο ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ο πρόεδρος του ΚΕΦίΜ Αλέξανδρος Σκούρας, δίνοντας εξαρχής το στίγμα των προθέσεων των στελεχών και μελών του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών που έχει δώσει ήδη δείγματα γραφής. Όπως τονίζει μεταξύ άλλων, αν ως χώρα, διορθώσουμε τις επιδόσεις μας σε κρίσιμα πεδία, τα θετικά αποτελέσματα τόσο για τη χώρα, όσο και την κοινωνία μας, είναι βέβαια.
Παράλληλα, τονίζει ότι επείγει η δραστική μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, όμως αυτή, μπορεί να γίνει, όταν για την εκάστοτε κυβέρνηση το πολιτικό κόστος της διατήρησης της φορολογικής επιβάρυνσης στα σημερινά επίπεδα, γίνει μεγαλύτερο από το πολιτικό κόστος να μειωθεί… Αναφερόμενος στο θέμα της πολυετούς κρίσης, τονίζει ότι «το μεγάλο μάθημα των μνημονίων, είναι πως η τυφλή αντιγραφή των καλών πρακτικών από άλλες χώρες δεν αποδίδει αναγκαστικά. Κάθε χώρα έχει τη δική της κουλτούρα, τη δική της ιστορία, τη δική της πολιτική πραγματικότητα».
Υπερασπιζόμενος τη γνώση που πρέπει να διαθέτουν οι πολίτες επί των οικονομικών δεδομένων, υποστήριξε ότι η ποιότητα της δημοκρατίας μας ενισχύεται όταν οι πολίτες είναι οικονομικά εγγράμματοι – μια ανάγκη που καταδείχθηκε έντονα τα χρόνια της κρίσης.
Η απάντηση αυτή έχει δύο επίπεδα, καθώς οι στόχοι και τα οράματά μας στο ΚΕΦίΜ αφορούν τόσο την πορεία του οργανισμού μας όσο και την πορεία της χώρας μας.
Έτσι, από τη μια μεριά, το ΚΕΦίΜ μέσα σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα έχει πιστεύω κάνει αισθητή την παρουσία του στη δημόσια σφαίρα της χώρας μας έχοντας συνομιλητές τους σημαντικότερους παράγοντες της πολιτικής, ακαδημαϊκής και επιχειρηματικής ζωής της χώρας μας. Το έργο μας κάθε χρόνο έχει περισσότερες και εκτενέστερες αναφορές στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ταυτόχρονα αυξάνονται και οι Ελληνίδες και οι Έλληνες φιλελεύθεροι που μας στηρίζουν και γίνονται μέλη μας, χωρίς τις οποίες και τους οποίους τίποτε δεν θα ήταν δυνατό.
Αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να διατυπώνουμε τις προτάσεις μας με αυτοπεποίθηση και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Κι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς, από την άλλη μεριά, η χώρα μας, τουλάχιστον στο επίπεδο της οικονομικής ελευθερίας έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει, καθώς συγκρινόμενοι με τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση καταλαμβάνουμε μια πολύ χαμηλή και καθόλου τιμητική θέση στις σχετικές κατατάξεις.
Οι δεξαμενές σκέψης, σε αντίθεση με τα πολιτικά κόμματα, δεν επιζητούν την ανάληψη της εξουσίας αλλά προσπαθούν να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται και λαμβάνονται οι πολιτικές αποφάσεις. Αυτό σημαίνει ότι παράγοντες όπως το πολιτικό κόστος ή ο εκλογικός κύκλος δεν τις επηρεάζουν ιδιαίτερα. Το αποτέλεσμα είναι ότι μία δεξαμενή σκέψης έχει την “πολυτέλεια” να σκεφτεί έξω από τα κομματικά στεγανά και το πολιτικό status quo. Έχει τη δυνατότητα να προτείνει και να επιχειρηματολογήσει υπέρ πολιτικών που μπορεί να είναι ευεργετικές για τον τόπο ενώ παράλληλα να μην είναι πολιτικά επωφελείς για εκείνους που τις προτείνουν.
Στην περίπτωσή του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών, πολλές από τις προτάσεις μας έχουν υιοθετηθεί – βεβαίως όχι πάντα όπως ακριβώς τις διατυπώνουμε – και αυτό μας επιτρέπει να βλέπουμε την επίδραση που μπορεί να έχει η δουλειά μας. Αυτός είναι και ο ρόλος μας: να ανοίγουμε θέματα στον δημόσιο διάλογο, να παρέχουμε έγκυρα δεδομένα και ρεαλιστικούς οδικούς χάρτες δράσης, να παρακολουθούμε την πορεία εφαρμογής των πολιτικών που θεωρούμε ότι μπορούν να παραγάγουν θετικά αποτελέσματα για τη χώρα και τους πολίτες. Όταν με επιχειρήματα παρουσιάζεις την ανάγκη μιας πολιτικής, τα αρνητικά αποτελέσματα που σωρεύει η αναβολή της εφαρμογής της και τα πλεονεκτήματα που θα έχει η υιοθέτησή της, τότε ακόμη και όσοι διαφωνούν με σένα οφείλουν να παρουσιάσουν τα δικά τους αντεπιχειρήματα – κι αυτό προάγει την ποιότητα του δημόσιου διαλόγου και του πολιτικού συστήματος.
Ακόμη λοιπόν και όταν μια κυβέρνηση είναι εχθρικά διακείμενη προς τις θέσεις και τις προτάσεις μας, το γεγονός και μόνο ότι έχουμε τη δυνατότητα να επιχειρηματολογήσουμε δημόσια γι’ αυτές ενισχύει ουσιαστικά την κοινή προσπάθεια για θετικές αλλαγές.
Η Οικονομική Ολυμπιάδα, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες δράσεις μας, δεν έχει ιδεολογικό υπόβαθρο και περιεχόμενο. Δεν αφορά δηλαδή φιλελεύθερα οικονομικά, αλλά γενικώς τον οικονομικό αλφαβητισμό των πολιτών, και ιδίως των νέων Ελληνίδων και Ελλήνων. Ξεκινά από τη διαπίστωση ότι η ποιότητα της δημοκρατίας μας ενισχύεται όταν οι πολίτες είναι οικονομικά εγγράμματοι – μια ανάγκη που καταδείχθηκε έντονα τα χρόνια της κρίσης. Τα οικονομικά είναι λοιπόν απαραίτητα, τόσο για να κατανοούμε τι συμβαίνει γύρω μας, όσο και για να ανταποκρινόμαστε στις απαιτήσεις της καθημερινής μας ζωής.
Εμείς λοιπόν πιστεύουμε ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν δίνει αρκετά τέτοια εφόδια στους αυριανούς πολίτες, και την πεποίθησή μας αυτή τη μοιράζεται μια σημαντική και ολοένα και διευρυνόμενη κοινωνική συμμαχία από μαθητές και μαθήτριες, γονείς, σχολικούς εκπαιδευτικούς, ακαδημαϊκούς, πολιτικούς και ανθρώπους της επιχειρηματικότητας.
Είμαστε γι’ αυτό αποφασισμένοι να συνεχίσουμε να προάγουμε τον οικονομικό αλφαβητισμό τόσο με την Οικονομική Ολυμπιάδα, που διοργανώσαμε φέτος για πρώτη φορά στην Ελλάδα με μεγάλη συμμετοχή και επιτυχία, όσο και με πολλές άλλες δράσεις μας. Είναι κάτι που το θεωρούμε απολύτως αναγκαίο για τη χώρα.
Όλα τα εμπειρικά δεδομένα δείχνουν ξεκάθαρα ότι οι χώρες που ακολουθούν τη γενική κατεύθυνση της ελεύθερης αγοράς, του ελεύθερου εμπορίου και του ισχυρού κράτους δικαίου, παρέχουν στους πολίτες τους ένα καλό βιωτικό επίπεδο και την ουσιαστική δυνατότητα να επιδιώξουν με αξιώσεις τα δικά τους όνειρα για την ευτυχία και την ευημερία. Κι αυτό μάλιστα, ανεξαρτήτως του αν και του κατά πόσο οι χώρες αυτές εφαρμόζουν μια αναδιανεμητική κοινωνική πολιτική.
Επιμέρους λοιπόν προσεγγίσεις υπάρχουν πολλές, όμως η γενική κατεύθυνση είναι ξεκάθαρη. Αν διορθώσουμε τις επιδόσεις μας σε αυτά τα κρίσιμα πεδία, τα θετικά αποτελέσματα για τη χώρα και την κοινωνία μας είναι βέβαια.
Η Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας προκύπτει από μια απλή διαίρεση – είναι ένα κλάσμα που έχει στον αριθμητή το παραγόμενο ΑΕΠ στη χώρα μας και στον παρονομαστή τις κρατικές δαπάνες. Συνεπώς, για να φέρουμε αυτή τη μέρα ολοένα και νωρίτερα πρέπει οι κρατικές δαπάνες να αυξάνονται με μικρότερο ρυθμό απ’ ό,τι η οικονομική ανάπτυξη, κάτι που τουλάχιστον πριν την κρίση σπάνια συνέβαινε στην Ελλάδα.
Εξάλλου, όπως πλέον γνωρίζουμε καλά, η βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών δεν ταυτίζεται με το περισσότερο κράτος. Ούτε είναι τα πάντα δουλειά του κράτους – θυμηθείτε για παράδειγμα την Ολυμπιακή και τις τηλεπικοινωνίες- ούτε σ’ αυτά που όντως πρέπει το κράτος να κάνει, διασφαλίζεται η καλύτερη ποιότητα απλώς και μόνο αυξάνοντας τα σχετικά κονδύλια και αδιαφορώντας για την αξιολόγηση και την αποτελεσματικότητα.
Το Ελληνικό Πάνελ Οικονομολόγων είναι μία πρωτοβουλία μας, σε συνεργασία με την εφημερίδα Καθημερινή, όπου κάθε μήνα θέτουμε ένα κρίσιμο ερώτημα δημόσιας πολιτικής σε 70 κορυφαίους και κορυφαίες οικονομολόγους της χώρας. Αισθανόμαστε τιμή για τη συμμετοχή τους καθώς και για το γεγονός ότι φωτίζουν με την τεκμηριωμένη θέση τους κρίσιμα ζητήματα οικονομικής πολιτικής.
Σε ό,τι αφορά τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, αυτή μπορεί να γίνει όταν για την εκάστοτε κυβέρνηση το πολιτικό κόστος της διατήρησης της φορολογικής επιβάρυνσης στα σημερινά επίπεδα γίνει μεγαλύτερο από το πολιτικό κόστος να μειωθεί – όταν δηλαδή μια κυβέρνηση δει πως είναι προς το πολιτικό της συμφέρον να μειώσει τους φόρους. Με άλλα λόγια, χρειάζεται αυτό το αίτημα να διατυπωθεί, να το υιοθετήσουν οι πολίτες, να τεκμηριωθεί με επιχειρήματα πως είναι εύλογο και εφικτό. Και όλο αυτό είναι ένα μεγάλο μέρος του έργου μιας δεξαμενής σκέψης.
Η σημερινή κυβέρνηση ξεκίνησε μια προσπάθεια μείωσης του φορολογικού βάρους που βεβαίως συνάντησε μπροστά της την έκτακτη συνθήκη της πανδημίας και τις ανάγκες διαχείρισης αυτής της περιπέτειας. Είναι σημαντικό αυτή η προσπάθεια να μην εγκαταλειφθεί ώστε τα θετικά της αποτελέσματα να γίνουν αισθητά στην οικονομία, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Πιστεύω ότι το μεγάλο μάθημα των μνημονίων είναι πως η τυφλή αντιγραφή των καλών πρακτικών από άλλες χώρες δεν αποδίδει αναγκαστικά. Κάθε χώρα έχει τη δική της κουλτούρα, τη δική της ιστορία, τη δική της πολιτική πραγματικότητα.
Οι καλές πρακτικές δείχνουν τη γενική κατεύθυνση – η μεγάλη και επιτυχής προσπάθεια ψηφιοποίησης του κράτους στην Εσθονία είναι ένα τέτοιο καλό παράδειγμα. Όμως την πρωταρχική ευθύνη παραγωγής των συγκεκριμένων πολιτικών, των αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται η χώρα την έχουμε εμείς – οι Ελληνίδες και Έλληνες πολίτες, οι πολιτικοί, τα κόμματα, οι δεξαμενές σκέψεις, οι ειδικοί εμπειρογνώμονες, οι ακαδημαϊκοί που ζούμε στη χώρα και τη γνωρίζουμε καλά. Η λύση με άλλα λόγια θα έρθει από μέσα, κι όχι φυτευτή απ’ έξω.
Πολλά μπορούν και πρέπει να γίνουν. Προσωπικά όμως διακρίνω τρεις μεγάλες προτεραιότητες: Πρώτα και κύρια την τολμηρή μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού με την εισαγωγή ενός κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στα πρότυπα χωρών όπως η Ολλανδία ή η Αυστραλία. Η δημογραφική πραγματικότητα της χώρας μας σε συνδυασμό με τις πενιχρές αποδόσεις της κρατικής διαχείρισης των χρημάτων των ασφαλισμένων, καθιστά αναγκαία τη μετάβαση σε ένα σύστημα βιώσιμο και διαγενεακά δίκαιο. Έπειτα, επείγει η δραστική μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, και η βελτίωση της ποιότητας στην απονομή της δικαιοσύνης, ώστε να γίνει ταχύτερη και πιο προβλέψιμη. Αυτά τα πεδία αναδεικνύονται από τις έγκυρες εγχώριες και διεθνείς μελέτες καθώς και τους κρίσιμους παγκόσμιους δείκτες. Αν δεν αντιμετωπίσουμε αυτές τις προκλήσεις, νομίζω ότι όσα ΕΣΠΑ και αν έρθουν, οι μακροπρόθεσμες προοπτικές της χώρας θα είναι δυσοίωνες.
Σχετικά άρθρα