Η παμπ «Crown and Anchor» (διακρίνεται αριστερά), στο Στραντ του Λονδίνου, ήταν σημείο συνάντησης φιλελευθέρων και ριζοσπαστών στις αρχές του 19ου αιώνα. Εκεί ιδρύθηκε το φιλελληνικό κομιτάτο, τον Μάρτιο του 1823.
Του Αριστείδη Χατζή*
Oπως είδαµε στο προηγούμενο σημείωμά μας, στις 12 Οκτωβρίου 1823, ο Βρετανός αντισυνταγματάρχης Λέστερ Στάνχοπ, εκπρόσωπος του φιλελληνικού κομιτάτου του Λονδίνου, συνάντησε στη Λωζάννη τον Ιωάννη Καποδίστρια. Η συζήτησή τους έχει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί μας βοηθά να κατανοήσουμε τον τρόπο που έβλεπε το ελληνικό ζήτημα ο Eλληνας διπλωμάτης στα τέλη του 1823, ενώ η διήγηση του Στάνχοπ μας δίνει χρήσιμες πληροφορίες για τους πολιτικούς σκοπούς του κομιτάτου.
Η συζήτηση ξεκίνησε με τον Καποδίστρια να κάνει ένα σύντομο μάθημα της ιστορίας, καθώς και των διπλωματικών διαστάσεων του ελληνικού ζητήματος. Ο Καποδίστριας ανέλυσε τη στάση των δύο δυνάμεων που είχαν ήδη εμπλακεί στο ελληνικό ζήτημα, της Ρωσίας και της Βρετανίας, αποφεύγοντας να ασκήσει κριτική στη ρωσική πολιτική. Αντίθετα, ήταν αυστηρός με τον προηγούμενο Bρετανό υπουργό Εξωτερικών, τον Κάσλρεϊ –ο οποίος είχε αυτοκτονήσει στις 12 Αυγούστου του 1822.
Σύμφωνα με τον Στάνχοπ (από τις αναφορές του οποίου εικάζουμε σήμερα το περιεχόμενο της συζήτησης) o Καποδίστριας τόνισε πως είχε συστήσει στον Κάσλρεϊ να ακολουθήσει μια ανοιχτόμυαλη και φιλελεύθερη πολιτική στα Ιόνια Νησιά. «Αλλά ο Κάσλρεϊ δεν είχε τις νοητικές δυνατότητες να αντιληφθεί σε βάθος τα ζητήματα αυτά».
Βέβαια ο Καποδίστριας φοβόταν και τον Κάνινγκ, τον νέο υπουργό των Eξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας. Η φιλική στροφή της βρετανικής πολιτικής προς τους Eλληνες, τι άλλο σκοπό μπορεί να είχε από το να εξυπηρετήσει τα γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της Βρετανίας; Ο Στάνχοπ άρχισε να ενοχλείται από τη στάση του Καποδίστρια, που φαινόταν πως τον απασχολούσε η μείωση της ρωσικής επιρροής στην Ελλάδα και η αντίστοιχη αύξηση της βρετανικής.
«Δεν ανησυχούμε» του είπε χρησιμοποιώντας πρώτο πληθυντικό (που μπορεί να σήμαινε το κομιτάτο ή τη Βρετανία), για την Τουρκία. Ανησυχούμε για την εσωτερική αναστάτωση στην Ελλάδα που προκαλούν οι ηγέτες των στρατιωτικών. Φοβόμαστε και τη Ρωσία. Φοβόμαστε μήπως αποφασίσει να εισβάλει στην Ελλάδα. Φοβόμαστε ακόμα και την προστασία που μπορεί να της προσφέρει».
Η απάντησή του δεν άρεσε στον Καποδίστρια.
«Το κομιτάτο σας έχει κάνει και μπορεί ακόμα να κάνει μεγάλο καλό στον αγώνα των Ελλήνων. Αλλά δεν πρέπει να επιχειρήσετε να “αγγλοποιήσετε” την Ελλάδα».
Η απάντηση του Στάνχοπ όμως, αιφνιδίασε τον Eλληνα διπλωμάτη:
«Όχι, όχι. Προτιμούμε να την “αμερικανοποιήσουμε”».
Αυτό δεν φάνηκε να δυσαρεστεί τον Καποδίστρια, ο οποίος, αν και δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό, έβλεπε με συμπάθεια την Αμερικανική Δημοκρατία. Το είχε εκφράσει σαφώς στην εγκύκλιο επιστολή που έστειλε στις 6 Απριλίου 1819 προς επιλεγμένες πρεσβείες και προξενεία της Ρωσίας, αλλά και στο υπόμνημα με οδηγίες προς τους Eλληνες που έστειλε στον μητροπολίτη Ιγνάτιο, στις 17 Ιουλίου 1821, γνωρίζοντας ότι αυτό θα καταλήξει στα χέρια του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.
Eτσι ο Καποδίστριας απάντησε στον Στάνχοπ εκφράζοντας και τη δική του επιθυμία να βοηθήσει το κομιτάτο στον φωτισμό των Ελλήνων. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στον Στάνχοπ να τον ρωτήσει κάτι ευθέως, αποκαλύπτοντας έτσι τον πραγματικό στόχο του κομιτάτου.
Αυτό που ενδιαφέρει τον Βρετανό αντισυνταγματάρχη Στάνχοπ κυρίως είναι η διάδοση των φιλελεύθερων ιδεών στην επανα- στατημένη Ελλάδα.
«Νομίζετε, όμως, Κόμη μου, ότι η Ιερά Συμμαχία θα επιτρέψει στην Ελλάδα να εγκαθιδρύσει μια αβασίλευτη δημοκρατία βασισμένη στις αρχές της πολιτικής αρετής;».
Ο Καποδίστριας δίστασε να απαντήσει και τελικά, μάλλον αμήχανα, του είπε ότι θα ήταν αφύσικο οι μονάρχες να στηρίξουν την εγκαθίδρυση μιας αβασίλευτης δημοκρατίας. Αλλά πρόσθεσε πως εάν η Βρετανία συμπεριφερόταν με τίμιο τρόπο προς την Ελλάδα, και τη στήριζε, καμία δύναμη δεν θα μπορούσε να υπονομεύσει τη φιλελληνική πολιτική της.
Η απάντηση του Στάνχοπ ήταν η αναμενόμενη από έναν φιλελεύθερο.
«Έχω σχηματίσει θετική άποψη για τα αισθήματα που τρέφει ο κ. Κάνινγκ για την Ελλάδα. Αλλά δεν εμπιστεύομαι καμία κυβέρνηση. Το μόνο που εμπιστεύομαι είναι το πνεύμα της ελευθερίας των Ελλήνων, αλλά και το πολεμικό τους πνεύμα. Εάν η Ελλάδα συμπληρώσει δύο χρόνια γνήσιας ελευθερίας, τότε κανείς εχθρός δεν θα κατορθώσει να την υποτάξει ξανά, θα συντριβεί στην προσπάθεια. Ή θα προκαλέσει επανάσταση ακόμα και στο εσωτερικό της χώρας του».
Ο Καποδίστριας φάνηκε ευχαριστημένος από την πρόθεση του Στάνχοπνα εισαγάγει στην Ελλάδα το στρατιωτικό σύστημα της Ελβετίας και κατέληξε ως εξής:
«Εάν η επιτροπή σας κατορθώσει να αλλάξει τον ύπατο αρμοστή στα Ιόνια και εξασφαλίσει το δάνειο, τότε θα γίνει ο σωτήρας της Ελλάδας. Αλλά μην ξεχνάτε πως εάν η Αγγλία έχει τα κομιτάτα της μπορεί να τα έχει και η Ρωσία».
Η συνάντηση έκλεισε με τους δύο άνδρες να συζητούν το ενδεχόμενο να συναντηθούν ξανά στη Γενεύη. Είναι φανερό πως ο Καποδίστριας δεν είχε πειστεί για την ανεξαρτησία του Στάνχοπ συνέχισε να τον θεωρεί όργανο του Κάνινγκ, γι’ αυτό και διατήρησε επιφυλακτική στάση.
Λίγο πριν αναχωρήσει από τη Ελβετία, ο Στάνχοπσυνάντησε ξανά τον Καποδίστρια στη Γενεύη. Ο Στάνχοπδεν γράφει πολλά γι’ αυτήν τη συνάντηση εκτός από το ότι συμφώνησαν στα πάντα. Ο Καποδίστριας όμως τον ενημέρωσε για την πολιτική κατάσταση στον ελληνικό χώρο, που βρισκόταν στα πρόθυρα εμφυλίου. Τον πληροφόρησε πως ο Μπάιρον παρέμενε στην Κεφαλονιά, ενώ ο Μαυροκορδάτος βρισκόταν στην Υδρα μετά τη σύγκρουση με τον Κολοκοτρώνη για την Προεδρία του Βουλευτικού. «Ο Μαυροκορδάτος διακρίνεται για τη μεγάλη πολιτική επιδεξιότητά του, αλλά και τον ακέραιο χαρακτήρα του. Αυτόν τον συνδυασμό τον βρίσκεις πολύ δύσκολα» του τόνισε ο Καποδίστριας.
Η συνάντηση Καποδίστρια – Στάνχοπ έχει ενδιαφέρον για πολλούς λόγους. Ενας από αυτούς είναι πως ο Στάνχοπ εκθέτει τους στόχους της αποστολής του με μεγάλη ειλικρίνεια. Δεν είναι περίεργο, θα κάνει το ίδιο και στη συνέχεια προς την ελληνική κυβέρνηση. Είναι προφανές ότι ο Στάνχοπ αντιλαμβάνεται πως η αποστολή του, ακόμα και η ύπαρξη του κομιτάτου, αποτελεί μέρος της βρετανικής πολιτικής στο ελληνικό ζήτημα. Ομως η φιλελεύθερη ατζέντα του κομιτάτου έχει προτεραιότητα.
Ενώ, λοιπόν, η αποστολή του έχει στόχο να αυξήσει την επιρροή της Μεγάλης Βρετανίας στην Ελλάδα και να βοηθήσει στη στρατιωτική επιτυχία του ελληνικού αγώνα με τον σχηματισμό τακτικών στρατιωτικών σωμάτων και την ενίσχυση του πυροβολικού, δεν θα ασχοληθεί σοβαρά με κανέναν από αυτούς τους στόχους, όσο βρίσκεται στην Ελλάδα. Αντίθετα θα τους υπονομεύσει, καθώς θα αφιερωθεί πλήρως στους πολιτικούς στόχους του κομιτάτου, που κάποιες φορές θα έρθουν σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της Βρετανίας ή τη διπλωματική θέση των Ελλήνων. Από τις πρώτες αναφορές ο Στάνχοπ κάνει ξεκάθαρο πως δεν πρόκειται να εξυπηρετήσει τα βρετανικά συμφέροντα, αν και, φυσικά, είναι έτοιμος να έρθει σε σύγκρουση με τα ρωσικά, εάν χρειαστεί. Αυτό που τον ενδιαφέρει κυρίως είναι η διάδοση των φιλελεύθερων ιδεών στην επαναστατημένη Ελλάδα. Θα το κάνει με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία απ ό,τι συνήθως θεωρείται. Το πολιτικό αποτέλεσμα θα αποτυπωθεί στο Σύνταγμα της Τροιζήνας, αλλά και στα επόμενα 50 χρόνια. Τα μέλη του κομιτάτου θα γιορτάσουν την επιτυχία της αποστολής τους μόνο μετά την υιοθέτηση του Συντάγματος του 1844.
Βρείτε το άρθρο στην kathimerini.gr
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 10.10.2021 και αποτελεί μέρος της σειράς άρθρων για την Επανάσταση του 1821, στο πλαίσιο της συνεργασίας του ΚΕΦίΜ με την εφημερίδα με αφορμή το εκπαιδευτικό προγράμμα : «Ελλάδα 2021: Διακόσια χρόνια από τη Φιλελεύθερη Επανάσταση». Μάθετε περισσότερα εδώ.
Το προηγούμενο άρθρο της σειράς, με τίτλο “Μια συνάντηση στη Λωζάννη το 1823”, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Σχετικά άρθρα