Του Τάσου Αβραντίνη*
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μονοπώλιο του κράτους στην ανώτατη εκπαίδευση υπονομεύει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της Ελλάδας. Επιδρά αρνητικά στην οικονομία, στη δημόσια διοίκηση και σε όλους ανεξαιρέτως τους θεσμούς. Το χειρότερο, αναπαράγει και ενισχύει τον κρατισμό, ο οποίος ευθύνεται για τη χρεοκοπία της χώρας.
Με αποκλειστική ευθύνη του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην τελευταία συνταγματική αναθεώρηση χάσαμε ακόμη μία ευκαιρία να καταργηθεί αυτό το επαίσχυντο κρατικό μονοπώλιο που πρώτη καθιέρωσε η Χούντα των Συνταγματαρχών. Εάν περιμένουμε την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση, θα είναι πολύ αργά. Θα έχουμε χάσει πολύτιμο χρόνο και η απόστασή μας από τον προηγμένο κόσμο στα εκπαιδευτικά πράγματα θα μεγαλώσει κι άλλο.
Υπό αυτές τις συνθήκες είναι λοιπόν επιτακτική ανάγκη να ερευνηθεί εάν και κατά πόσον μπορεί με κάποιον τρόπο να παρακαμφθεί νομίμως η ολέθρια συνταγματική απαγόρευση, η οποία ορίζει ότι «η σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται» (παρ. 8 άρθρου 16 Σ.) και ότι «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (…)» (παρ. 5 άρθρου 16 Σ.).
Μολονότι εκ πρώτης όψεως το «κάστρο» του κρατικού μονοπωλίου φαντάζει νομικά απόρθητο, ισχύει και στην περίπτωσή μας η διαπίστωση ότι κανένα κάστρο δεν είναι απόρθητο. Εξηγούμαι: Το ελληνικό δίκαιο επιτρέπει -υπό ειδικές διαδικασίες ανάθεσης- τις συμπράξεις ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, καθώς και τις συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων και δημοσίων υπηρεσιών. Αυστηρές νομικές διατάξεις καθορίζουν τα στάδια, τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία. Η αυστηρότητα δικαιολογείται για λόγους προστασίας της διαφάνειας και του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Ο πιο σοβαρός στην πραγματικότητα περιορισμός που επιβάλλει το Σύνταγμα είναι η παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα να γίνεται από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Ακόμη και αυτή η αναχρονιστική διάταξη, όμως, δεν απαγορεύει στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που δραστηριοποιούνται στην ανώτατη εκπαίδευση την παραχώρηση μέσω συμβάσεων του συνόλου των δραστηριοτήτων τους σε ιδιωτικά πανεπιστήμια του εξωτερικού.
Με κάποιες νομοθετικές αλλαγές, φορείς του ∆ημοσίου -ακόμη και οι ΟΤΑ- θα μπορούσαν να ιδρύσουν μέσω νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου πανεπιστήμια που θα συνεργάζονταν με άλλα του εξωτερικού. Στα πλαίσια αυτών των συμβάσεων τα πανεπιστήμια του εξωτερικού ορίζουν τις διοικήσεις των πανεπιστημίων που τους ανατίθενται και αποκτούν το δικαίωμα της παραγωγής και εκμετάλλευσης των υπηρεσιών που θα προσφέρουν με σκοπό την ικανοποίηση δημοσίων αναγκών.
Αναλαμβάνουν, ακόμη, τα αντίστοιχα επιχειρηματικά ρίσκα. Βεβαίως, οι υπηρεσίες ανώτατης εκπαίδευσης θα πρέπει να προσφέρονται σε όλους τους Έλληνες δωρεάν στα κρατικά εκπαιδευτήρια μέχρι και το προπτυχιακό επίπεδο (παρ. 4, εδ. α? άρθρου 16 Σ.). Η διάταξη αυτή έχει βεβαίως παραβιαστεί στην περίπτωση του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, το οποίο επιβάλλει δίδακτρα στους Έλληνες όχι μόνο στα μεταπτυχιακά, αλλά και στα προπτυχιακά του προγράμματα. Ας είναι. Ακόμη όμως κι αν υποχρεώνονταν τα ξένα πανεπιστήμια από τον νόμο ή από δικαστική απόφαση να μην επιβάλουν δίδακτρα, και σε αυτή την περίπτωση το πρόβλημα ξεπερνιέται.
Αντί για το δικαίωμα εκμετάλλευσης των υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης μόνο, το δικαίωμα αυτό θα συνδυάζεται με καταβολή αμοιβής από το αναθέτον νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Το κόστος, όσων Ελλήνων θα φοιτούσαν σε αυτά, θα συμπεριλαμβάνεται στην αμοιβή των ιδιωτικών πανεπιστημίων από τη σύμβαση παραχώρησης, η οποία θα εξυπηρετούσε έτσι πλήρως τον σκοπό του Συντάγματος, που επιτάσσει οι υπηρεσίες ανώτατης εκπαίδευσης να μην επιβαρύνουν τους Έλληνες φοιτητές.
Επιπλέον, τα ξένα πανεπιστήμια θα μπορούσαν να επιβάλουν δίδακτρα στους αλλοδαπούς (εκτός Ε.Ε.) φοιτητές τους σε προπτυχιακό επίπεδο, καθώς και σε όλους, ανεξαρτήτως εθνικότητας, στα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών τους. Η παραπάνω πρόταση ασφαλώς δεν είναι καλύτερη από την πλήρη κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση, είναι ωστόσο η μόνη -εξ όσων γνωρίζω- που είναι άμεσα εφαρμόσιμη.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο του Σαββατοκύριακου 6-7 Σεπτεμβρίου.
Ο Τάσος Αβραντίνης είναι δικηγόρος, Πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Μελετών και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΚΕΦίΜ. Είναι συγγραφέας του βιβλίου “Εκπαίδευση: ελεύθερη επιλογή ή μια γάτα που γαβγίζει“.
Σχετικά άρθρα