Του Γιώργου Αρχόντα*
Πάνω από 8 στα 10 μέλη του Ελληνικού Πάνελ Οικονομολόγων του ΚΕΦίΜ πιστεύουν πως η σύναψη συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου παρέχει σε χώρες όπως η Ελλάδα σημαντικά μεσομακροπρόθεσμα οφέλη που αντισταθμίζουν τα όποια βραχυπρόθεσμα κόστη στην εγχώρια παραγωγή και την απασχόληση, και γι’ αυτό πρέπει να επιδιώκεται ενεργά.
Αφορμή για την Ερώτηση του Πάνελ για τον Οκτώβριο υπήρξε η μελέτη που δημοσίευσε το δίκτυο EPICENTER σε συνεργασία με το ΚΕΦίΜ, το ισπανικό Fundación Civismo και το ιταλικό Istituto Bruno Leoni με θέμα την κοινοβουλευτική συμπεριφορά των πολιτικών δυνάμεων που εκπροσωπούνται στα κοινοβούλια της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Ιταλίας ως προς την κύρωση των Συμφωνιών Ελεύθερου Εμπορίου. Σύμφωνα με αυτή τη μελέτη, από τις 13 συμφωνίες που έχουν έρθει από την ΕΕ προς κύρωση κατά το διάστημα 2012 – 2019, η Βουλή των Ελλήνων έχει κυρώσει μόνο τις 4, ενώ άλλη μία συμφωνία κυρώθηκε τον Ιούλιο του 2020.
Στην Ερώτηση απάντησαν συνολικά 30 Ελληνίδες και Έλληνες οικονομολόγοι. Εξ αυτών, το 83% θεωρεί ότι η σύναψη συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου ωφελεί μακροπρόθεσμα και χώρες με τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η αντίθετη άποψη δεν καταγράφηκε στις απαντήσεις. Μεταξύ των δύο επιλογών τοποθετήθηκε το 17% των απαντησάντων.
Τα μέλη του Πάνελ στα επεξηγητικά τους σχόλια, τα οποία είναι πλήρως διαθέσιμα στην ιστοσελίδα του ΚΕΦίΜ, επισημαίνουν αφενός ότι τα συνολικά οφέλη του ελεύθερου εμπορίου, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό διεξάγεται σε περιβάλλον νομοκρατίας και διαφάνειας, είναι ένα από λίγα χαρακτηριστικά της ελεύθερης οικονομίας που ουσιαστικά δεν αμφισβητείται από την επιστημονική κοινότητα. Ως αιτίες της καθυστέρησης και της επιφυλακτικότητας που καταγράφει η σχετική μελέτη στην κύρωση των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου από την Ελλάδα, επισημαίνονται οι πελατειακές σχέσεις και τα ισχυρά πολιτικά ερείσματα οργανωμένων μειοψηφιών που έχουν ως αποτέλεσμα τα συμφέροντα των καταναλωτών και της εθνικής οικονομίας συνολικά να μπαίνουν συχνά σε δεύτερη μοίρα έναντι των βραχυπρόθεσμων συμφερόντων κάποιων παραγωγών. Άλλωστε, τονίζεται ότι κάθε μορφή εθνικού προστατευτισμού, αν έχει κάποια οφέλη, αυτά συνήθως εξαντλούνται σε βραχεία προοπτική όταν επικρατούν συνθήκες αποκλεισμού και εμπορικού πολέμου στο διεθνές οικονομικό σύστημα.
Από την άλλη πλευρά, διατυπώθηκε η επιφύλαξη ότι, παρά τα θετικά αποτελέσματα που παράγει το ελεύθερο εμπόριο, στην περίπτωση της Ελλάδας δεν πληρούνται οι δομικές προϋποθέσεις που θα της επέτρεπαν να συμμετέχει σ’ αυτό με θετικές γι’ αυτήν προοπτικές. Επίσης, επισημαίνεται ότι η υπερβολική εξειδίκευση των εθνικών οικονομιών στην οποία συχνά οδηγούν οι ελεύθερες συναλλαγές μπορεί να μην αποτελεί θετική εξέλιξη όπως καταδεικνύει τόσο η κατάρρευση της μεταποίησης στην Ελλάδα, όσο και η υπερβολική εξάρτηση της χώρας από τον τουρισμό. Προτείνεται γι’ αυτό η επένδυση σε τομείς όπως η υψηλή τεχνολογία, ακόμη κι αν αυτή δεν αποδώσει άμεσα.
Σε κάθε περίπτωση, η πλήρης απουσία κατ’ αρχήν αρνητικών απαντήσεων ως προς την ελευθερία του εμπορίου είναι ένα ιδιαίτερα αξιοσημείωτο αποτέλεσμα που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία σε μια περίοδο που ο οικονομικός προστατευτισμός καταγράφει μια νέα δυναμική στον διεθνή δημόσιο διάλογο και την πολιτική πρακτική.
Ο Γιώργος Αρχόντας είναι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΚΕΦίΜ και υπεύθυνος του Ελληνικού Πάνελ Οικονομολόγων.
To άρθρο δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή την Τρίτη 2 Νοεμβρίου και μπορείτε να το βρείτε διαδικτυακά στην kathimerini.gr.
Σχετικά άρθρα