Επιλεγμένο από τη στήλη Think Tanks στο Liberal.gr
*Του Άρη Τραντίδη
Ποτέ ξανά στο παρελθόν δεν συνδέθηκε τόσο ανησυχητικά η “ελευθερία από” με την “ελευθερία να”. Σχεδόν τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν σήμερα υπό συνθήκες lockdown που επιβλήθηκε από τις κυβερνήσεις. Σε αυτή την αβέβαιη εποχή, οι περισσότεροι από μας παραμένουμε περιορισμένοι στα σπίτια μας και αποδεχόμαστε αυτούς τους χωρίς προηγούμενο περιορισμούς ως μία πρόσκαιρη αλλά αναγκαία θυσία στον αγώνα εναντίον ενός θανατηφόρου ιού. Καταλαβαίνουμε ότι τα lockdown είναι μέρος μιας βραχυπρόθεσμης στάθμισης μεταξύ της ελευθερίας και της ασφάλειας. Πόσο όμως άνετα αισθανόμαστε με την ιδέα ότι αυτή η συνθήκη έκτακτης ανάγκης μπορεί να κρατήσει αρκετά ώστε να αφήσει ένα μόνιμο αποτύπωμα στον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό ιστό των κοινοτήτων μας; Ποιες μπορεί να είναι οι θεσμικές συνέπειες αυτής της πανδημίας;
Η ιστορία μας λέει ότι μια κρίση μπορεί να γίνει ένα κρίσιμο σταυροδρόμι που ανοίγει τη δυνατότητα ριζικών αλλαγών στους θεσμούς που διέπουν την κοινωνία [1]. Εν μέσω μιας πανδημίας, οι κοινωνίες είναι πιθανότερο να δεχθούν έντονους περιορισμούς στην ελευθερία της δράσης τους. Ο κίνδυνος είναι να συνηθίσουν σε κάποιους από αυτούς τους περιορισμούς. Καθώς ο φόβος θανάτων και νοσηρότητας μαζικής κλίμακας από τον ιό θα αυξομειώνεται τους ερχόμενους μήνες, κάποιοι μπορεί να ζητήσουν την επιμήκυνση αυτών των περιορισμών. Όμως ο σημαντικότερος κίνδυνος κατά τη γνώμη μου είναι ότι επαναλαμβανόμενες κρίσεις όπως αυτή μπορεί να προκαλέσουν τη διατύπωση γενικευμένων κριτικών εναντίον της υφιστάμενης κατάστασης και να ανοίξουν τον δρόμο για αλλαγές που θα αποδειχθούν αρνητικές για την ελευθερία και τη δημοκρατία.
Από την στιγμή που επιβάλλεται μια μαζική καραντίνα, οι κοινωνίες εισέρχονται βαθύτερα στη σφαίρα της βιοπολιτικής, όπου οι μηχανισμοί επιτήρησης κανονικοποιούνται και δικαιολογούνται ως τρόποι ελέγχου της δημόσιας υγείας. Η διαχείριση μιας επιδημίας αντιστρέφει το βέλος της λογοδοσίας: οι πολίτες καθίστανται υπόλογοι έναντι της κυβέρνησής τους για τις αποφάσεις τους, αντί για το αντίθετο. Ακόμη, σ’ αυτή την υφιστάμενη κατάσταση έκτακτης ανάγκης, πολλοί διατυπώνουν αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των δημοκρατικών κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την κρίση και εξυμνούν την υποτιθέμενη αποφασιστικότητα των αυταρχικών κυβερνήσεων να δράσουν εγκαίρως και αποφασιστικά. Ενώ αυτό πραγματολογικά δεν ισχύει, όπως καταδεικνύει η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν, αυτή η συζήτηση ενισχύει τον κίνδυνο ότι, σε περιόδους κρίσης, οι κυβερνήσεις μπορεί να αξιώσουν έκτακτες εξουσίες για πολύ περισσότερο χρόνο.
Στο βιβλίο του Roberto Esposito Immunitas [3], η έντονη προσπάθεια να προστατευθεί η κοινωνία από κινδύνους γεννά μορφές “συλλογικής ανοσίας” που πολιτικοποιούν την ιατρική και ιατρικοποιούν την πολιτική. Οι κυβερνήσεις μπορεί να εισαγάγουν μορφές ελέγχου επί της κοινωνικής και οικονομικής ζωής που μπορεί να διατηρηθούν πολύ μετά τη λήξη της κρίσης. Η βιοπολιτική του κρατικού ελέγχου μπορεί να έχει μόνιμα αποτελέσματα στην κοινωνία καθώς η κρίση δημόσιας υγείας γίνεται μια συνθήκη που πρέπει να τύχει διαχείρισης. Ο φόβος είναι ότι αυτή η κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε αυτό που ο Καρλ Σμιτ χαρακτήρισε “κατάσταση εξαίρεσης” όπου οι προστασίες του νόμου αναστέλλονται. Αντλώντας από αυτή την ιδέα, ο Ιταλός φιλόσοφος Giorgio Agamben προειδοποιεί ότι μια κοινωνία που ζει σε μια μόνιμη συνθήκη έκτακτης ανάγκης δεν μπορεί να είναι ελεύθερη κοινωνία. [3]
Η σημερινή τεχνολογία επιτρέπει την ανάπτυξη ενός συστήματος παρεμβατικής επιτήρησης και διαχείρισης ανθρωπίνων δραστηριοτήτων του οποίου οι δυνατότητες υπερβαίνουν κατά πολύ τα εργαλεία που είχαν στη διάθεσή τους τα αυταρχικά καθεστώτα του 20ου αιώνα. Το κράτος μπορεί να επιτηρεί κυριολεκτικά όλους μας ακολουθώντας κυριολεκτικά τα βήματά μας και ακούγοντας τις ιδιωτικές μας συνομιλίες. Για να μπορεί να διαχειριστεί τη συλλογική συμπεριφορά, μια κυβέρνηση λειτουργεί ως ο κεντρικός κόμβος του κοινωνικού δικτύου, επιδιώκοντας τον ανασχηματισμό του δικτύου των αλληλεπιδράσεων ώστε πληροφόρηση να τροφοδοτείται πίσω στο κέντρο ως προς το τι σκεφτόμαστε, λέμε και κάνουμε. Όπως γράφει ο Hilton Root στο Network Origins of the Global Economy [4], τα αυταρχικά καθεστώτα όπως αυτό της Κίνας διατηρούν μια κάθετη δομή ελέγχου όπου η ροή της πληροφορίας περνά μέσα από την κεντρική διοίκηση.
Τα αυταρχικά καθεστώτα έχουν ήδη αναπτύξει αυτή τη δυνατότητα χωρίς την πρόφαση μιας κρίσης δημόσιας υγείας. Σε αυτά τα καθεστώτα οι πολίτες ήδη είναι υπόλογοι στην κυβέρνηση, και όχι το αντίστροφο. Το ιδιαίτερο στοιχείο του σύγχρονου αυταρχισμού είναι πως η σημερινή τεχνολογία επιτρέπει στα καθεστώτα αυτά όχι μόνο να καταστέλλουν τις διαδηλώσεις και τη διαφωνία αλλά επίσης, επιτηρώντας κάθε κόμβο του κοινωνικού δικτύου, να δρουν προληπτικά εναντίον της γένεσης της διαφωνίας και να καταστέλλουν την αρχική της πηγή: ένα βίντεο κάποιου γιατρού, ένα σχόλιο που ανήρτησε κάποιος φοιτητής, ακόμη και η ιδιωτική έκφραση δυσαρέσκειας από κάποιο μέλος του κυβερνώντος κόμματος μπορεί να εντοπιστεί και να εξουδετερωθεί πριν να διαδοθεί και έχει αποτέλεσμα σε άλλους. Όντας ικανές να επιτηρούν και να πειθαρχούν κάθε ατομικό δρώντα, οι αυταρχικές κυβερνήσεις μπορούν να σταματήσουν ανατρεπτικές δράσεις πριν την κλιμάκωσή τους χάρη στην προηγμένη τεχνολογία. Καθώς κάθε υποκείμενο ατομικά μπορεί να επιτηρείται, οι μη εγκεκριμένες πληροφορίες δεν μπορούν να διαδοθούν και να προκαλέσουν μια συλλογική αντίδραση. Αν αυτό κατά τύχη συμβεί, μπορούν αποτελεσματικά να μπλοκαριστούν όλες οι αναγκαίες για τη ροή της ανατρεπτικής πληροφορίας διαδράσεις.
Στις δημοκρατίες, μια παρόμοια υποδομή ελέγχου μπορεί να επεκταθεί σε περιόδους κρίσης και να διατηρηθεί και στη συνέχεια. Σε μια παρατεταμένη συνθήκη έκτακτης ανάγκης, οι δημοκρατίες είναι ευεπίφορες στην εφαρμογή μαζικής επιτήρησης. Η φύση των lockdown μπορεί να είναι τόσο περιοριστική που μια κοινωνία μπορεί εθελουσίως να επιλέξει την εφαρμογή μηχανισμών επιτήρησης. Πριν από ογδόντα χρόνια, ο Έριχ Φρομ έγραφε στο Escape from Freedom ότι ψυχολογικές και κοινωνικές συνθήκες μπορούν να ωθήσουν ενόψει μιας αβεβαιότητας, την κοινωνία ώστε αυτή σχεδόν εθελουσίως να υποταχθεί στον φασισμό [5]. Οι άνθρωποι πρόθυμα θα παραδώσουν τις ελευθερίες τους με αντάλλαγμα για την αίσθηση ασφάλειας που τους υπόσχεται και στη συνέχεια θα τους επιβάλει μια αυταρχική κυβέρνηση. Πάρτε για παράδειγμα τον Ουγγαρία. Το 2015, η κυβέρνηση Όρμπαν κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης αντιδρώντας στις αυξανόμενες μεταναστευτικές ροές και πλέον ψήφισε νόμους που επιτρέπουν στον πρωθυπουργό να κυβερνά δια διαταγμάτων μέχρι νεωτέρας και να φυλακίζει ανθρώπους οι οποίοι, κατά την κρίση του, διαδίδουν πληροφορία που κρίνεται ως ψευδείς ειδήσεις.
Αυτό που αποτρέπει την πραγματοποίηση αυτού του δυστοπικού σεναρίου στις φιλελεύθερες δημοκρατίες είναι, στο πρώτο επίπεδο ανάλυσης, η ύπαρξη συνταγματικών ελέγχων και ισορροπιών. Η φιλελεύθερη δημοκρατία διαμεσολαβεί την ένταση ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και την σχετική ελευθερία της κοινωνίας. Σε ένα πρόσφατο άρθρο του στον Guardian, ο David Runciman γράφει ότι τα lockdown κατέστησαν σαφή τη διαχρονική ουσία της πολιτικής: ότι κάποιοι άνθρωποι λένε σε άλλους τι να κάνουν. Η δημοκρατία είναι ένα σύστημα που αποκαθιστά μερικώς κάποια ισορροπία στη σχέση κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Μια πολιτική οργάνωση πρέπει να κερδίζει εκλογές και πρέπει να δρα στο πλαίσιο συνταγματικώς προστατευόμενων ορίων που προσδιορίζουν ένα πλαίσιο ελευθεριών για τους πολίτες της. Σε μια δημοκρατική πολιτεία, οι συνταγματικές προβλέψεις προστατεύουν θεμελιώδεις δημοκρατίες και θέτουν όρια στο τι μπορούν να κάνουν οι κυβερνήσεις τόσο σε κανονικές περιόδους όσο και σε περιόδους κρίσης.
Η φιλελεύθερη δημοκρατία μας επιτρέπει να ελπίζουμε ότι αυτοί οι περιορισμοί θα είναι προσωρινοί. Πιστεύουμε ότι οι έλεγχοι και οι ισορροπίες της δημοκρατίας θα λειτουργούν ως αποτελεσματικοί περιορισμοί της αυθαίρετης εξουσίας. Όταν τελειώσει η κρίση, η κοινωνία θα ζητήσει πίσω τα δικαιώματα και τις ελευθερίες της. Ακόμη και στο πλαίσιο της σημερινής κρίσης, μπορούν να διακρίνουμε το πώς η φιλελεύθερη δημοκρατία ευνοεί την παραγωγή γνώσης και την επικοινωνία. Τόσο οι επιστήμονες, όσο και το κοινό μπορούν να λένε ελεύθερα ό,τι πιστεύουν, και οι κοινωνίες μπορούν να θέτουν ερωτήματα και να μαθαίνουν από τα λάθη. Οι επιστημικές ποιότητες της δημοκρατίας μπορεί να φαίνεται ότι παράγουν μια κακοφωνία απόψεων, όπως εγγυώνται τη διαφάνεια και τη λογοδοσία.
Οι θεσμικοί όμως έλεγχοι επί της πολιτικής εξουσίας είναι μία αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για τη διατήρηση μιας σχετικά ελεύθερης κοινωνίας, ιδίως όταν η ανταπόκριση σε επαναλαμβανόμενες κρίσεις απειλεί να υπονομεύσει το κοινωνικό-οικονομικό θεμέλιό της: τον πλουραλισμό. Στις σύγχρονες κοινωνίες μας, η δημοκρατική αντοχή έναντι στις προσπάθειες αυταρχικοποίησης εξαρτάται από την πραγματική κατάσταση της κοινωνίας των πολιτών. Έχω υποστηρίξει πως το θεμέλιο της δημοκρατίας είναι η ικανότητα των υποκειμένων δράσης στην κοινωνία να αμφισβητούν την κυβέρνηση, προσθέτοντας ότι η πολιτική αμφισβήτηση εξαρτάται από το πόσο αυτόνομη και ισχυρή παραμένει η κοινωνία έναντι της κυβέρνησης [6].
Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες είναι περίπλοκα οικονομικά και πολιτικά συστήματα. Σε αυτό το σύστημα, πολλοί κόμβοι μπορούν να κρατούν υπόλογη την πολιτική εξουσία χάρη στη σχετική τους αυτονομία από την κυβέρνηση, η οποία πηγάζει πρωτίστως από την ικανότητά τους να αποκτούν αυτόνομα πόρους και κοινωνικό κύρος. Η κοινωνικο-οικονομική μας αυτονομία μας δίνει ένα βαθμό διαπραγματευτικής ισχύος έναντι του κράτους. Σε αυτό το πλαίσιο, κάποια υποκείμενα δράσης έχουν περισσότερους πόρους από άλλα. Μια ρεαλιστική θεώρηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι αυτή ενός σχετικού και ασύμμετρου πλουραλισμού. Ο ασύμμετρος πλουραλισμός ιστορικά διαφύλαξε τις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Εξελίχθηκε σε ένα σύστημα “κοινωνικών ελέγχων και ισορροπιών” που με συνέπεια διαφυλάττει τους τυπικούς ελέγχους που αναγνωρίζουμε ως κείμενα δικαιωμάτων και συνταγμάτων. Οι σύγχρονες δημοκρατίες είναι μια επέκταση των μεσαιωνικών συστημάτων, στα οποία οι βαρώνοι είχαν τους πόρους ώστε μπορούν να περιορίζουν την εξουσία του μονάρχη και να αποτυπώσουν θεσμικά το δικαίωμά τους σε ένα κοινοβούλιο. Σε εκείνο το περιβάλλον, οι μονάρχες έπρεπε να ακούν εκείνους που είχαν τη συλλογική ικανότητα διαπραγμάτευσης και, καθώς χρειάζονταν τους πόρους τους, να τους επιτρέπουν μια σφαίρα ελευθερίας στο πλαίσιο της νομοκρατίας. Αυτός ο συμβιβασμός στη συνέχεια συμπεριέλαβε και υποκείμενα δράσης από το εμπόριο και τη βιομηχανία, καθώς και τις συλλογικές οργανώσεις που αναδύθηκαν με την αυξανόμενη εμπορευματοποίηση και βιομηχανοποίηση, και εντέλει κάλυψε ολόκληρο τον ενήλικο πληθυσμό.
Μπορεί να προσάπτουμε σε αυτό το σύστημα ότι απείχε πολύ από το να είναι αντιπροσωπευτικό και ίσο, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε την ευαίσθητη ισορροπία μεταξύ των κυβερνώντων και των κυβερνωμένων που βασιζόνταν σε αλληλοεξαρτήσεις συμφέροντος και τη σχετική διαπραγματευτική ισχύ. Αυτή η ισορροπία ισχύος συμπυκνώνεται σε αυτό που ο Robert Dahl ονομάζει “πολυαρχία”. Σε ένα δίκτυο κοινωνικών σχέσεων, κάποια κοινωνικά και οικονομικά υποκείμενα έχουν μεγαλύτερη επιρροή απ’ ό,τι άλλα. Αυτοί οι κοινωνικοί φορείς έχουν σχετική δύναμη και μπορούν να διαπραγματεύονται έναντι της κεντρικής κυβέρνησης. Οι κυβερνήσεις χρειάζονται να κάνουν συμμαχίες και συμφωνίες με αυτούς αντί να τους καθυποτάσσουν στις άμεσες διαταγές τους. Οι θεσμοί που ενσωματώνουν αυτή τη συνεχή διαπραγματευτική ισορροπία διαφυλάττουν το δικαίωμά μας να ασκούμε κριτική, να διαμαρτυρόμαστε και να προσπαθούμε να επηρεάζουμε τις πολιτικές αποφάσεις. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες είναι ευαίσθητες ασύμμετρες πολυαρχίες. Οι ελευθερίες μας δεν μας δίνονται από ένα κομμάτι χαρτί, αλλά είναι ουσιαστικά μια εξωτερικότητα της διαπραγματευτικής θέσης των ισχυρότερων κόμβων στο σύστημα έναντι της πολιτικής εξουσίας. Το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να κυριαρχήσει διαφυλάττει τους θεσμούς που δίνουν σε όλους μια σχετική σφαίρα ελευθερίας.
Αυτή η δομή σχέσεων απειλείται αν οι θεσμικές αντιδράσεις σε μια κρίση αλλάζουν αυτή την ισορροπία ισχύος και καθίστανται μόνιμες. Οι σπόροι αυτού του μετασχηματισμού ήδη είναι εμφανείς. Η βιοπολιτική του κρατικού ελέγχου είναι απλώς μια ακραία έκφανση μιας τάσης που χαρακτήρισε τον 20ο αιώνα: τον ριζικό κρατικό παρεμβατισμό, την πεποίθηση ότι μια κεντρική αρχή μπορεί να παρεμβαίνει στις δράσεις στην κοινωνία – και ότι έχει την κατάλληλη θέση να το κάνει. Περιμένουμε από την κυβέρνηση να διαχειριστεί λεπτομερειακά μια περίπλοκη πραγματικότητα ώστε να αποκαταστήσει την τάξη. Κοινωνίες κατά τον 20ο αιώνα συνήθισαν σε διάφορες μορφές παρεμβατισμού, από τον εμπορικό παρεμβατισμό μέχρι τον παρεμβατισμό των μακροοικονομικών πολιτικών. Σε αυτές τις καταστάσεις, φανταζόμαστε το κράτος ως έναν από μηχανής θεό, έναν ισχυρό φορέα δράσης, καλοπροαίρετο αλλά και με επαρκείς γνώσεις ώστε να διορθώσει τα πράγματα.
Ένα κύμα ριζικών παρεμβάσεων για τη διαχείριση μιας οικονομίας έκτακτης ανάγκης μπορεί να οδηγήσει σε έναν δομικό μετασχηματισμό των σχέσεων κράτους και κοινωνίας. Ο κίνδυνος στην ελευθερία προέρχεται από μια μόνιμη συνθήκη οικονομικής διαχείρισης υπό την θεώρηση μιας υποβόσκουσας επαναλαμβανόμενης κρίσης. Το κράτος μπορεί να θέσει σε εφαρμογή μια δομή κινήτρων ευεπίφορων προς πολιτική εκμετάλλευση, που θα δικαιολογήσει ως καλόπιστες παρεμβάσεις για την οικονομία που βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Με μαζικές και επαναλαμβανόμενες οικονομικές διασώσεις, οι κυβερνήσεις μπορούν να αποσπάσουν τη συναίνεση των φορέων δράσης, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που κατέχουν κομβικές θέσεις σε θεσμούς ελέγχου και ισορροπίας ή σε οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, καθώς και την αφοσίωση επιχειρήσεων και συλλογικών οργανώσεων οι οποίες, σε μια ανταγωνιστική δημοκρατία, θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν με την πολιτική εξουσία αντί να υποτάσσονται σ’ αυτήν.
Το πώς θα εξελιχθούν οι οικονομικές σχέσεις κράτους και κοινωνίας τα επόμενα χρόνια θα προσδιορίσει την έκταση στην οποία η κοινωνία μπορεί να διατηρήσει μια σχετικά ανεξάρτητη θέση έναντι της πολιτικής εξουσίας. Ανησυχώ έναντι εκείνων που βλέπουν την κρίση ως μια ευκαιρία να ενισχυθεί η οικονομική ισχύς του κράτους. Διάφορες διαπρεπείς προσωπικότητες της δημόσιας σφαίρας ζητούν μια αλλαγή παραδείγματος στην κατεύθυνση ενός πιο ενεργού ρόλου του κράτους στην οικονομία, ισχυριζόμενοι ότι η σημερινή συνθήκη δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η Margaret O’Mara, καθηγήτρια ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, έγραψε πρόσφατα:
“Καθώς παρακολουθούμε τις καθημερινές ενημερώσεις των αξιωματούχων της δημόσιας υγείας, καθώς ακούμε τις οδηγίες των κυβερνώντων μας, και ζητάμε βοήθεια και ελπίδα από τους ηγέτες της χώρας, βλέπουμε τον κρίσιμο ρόλο που παίζει το ‘μεγάλο κράτος’ στη ζωή και την υγεία μας. Βλέπουμε επίσης τις θανατηφόρες επιπτώσεις που έχουν τέσσερις δεκαετίες αποεπένδυσης στις δημόσιες υποδομές και απόρριψης της εμπειρογνωμοσύνης του δημοσίου. Η Αμερική όχι μόνο θα χρειαστεί μια τεράστια δόση μεγάλου κράτους για να βγει από αυτή την κρίση – όπως καταδεικνύει η ταχεία ψήφιση ενός γιγαντιαίου πακέτου οικονομικής διάσωσης από αυτή την κρίση από την Ουάσινγκτον – αλλά θα χρειαστούμε μεγάλο και σοφό κράτος περισσότερο από ποτέ και μετά τη λήξη της κρίσης”. [7]
Ο κλασικός φιλελευθερισμός μας προειδοποιεί έναντι της υπόθεσης ότι το κράτος είναι καθολικά αγαθό και γνωρίζει τα πάντα. Είναι επικίνδυνο να υποθέσουμε ότι η κρατική εξουσία θα χρησιμοποιηθεί για να προαγάγει μια εκδοχή του δημόσιου συμφέροντος. Η αύξηση της κρατικής εξουσίας να διανέμει σημαντικά οφέλη σε επιλεγμένους φορείς δράσης στην κοινωνία και την οικονομία θα αυξήσει τον βαθμό της εξάρτησής τους από το κράτος. Η διακριτική εξουσία του κράτους να επιλέγει νικητές μπορεί να υπονομεύσει τη σχετική αυτονομία αυτών των κομβικών φορέων δράσης που μέχρι σήμερα έχουν λειτουργήσει ως σημαντικοί έλεγχοι στην αυταρχική εξουσία, ακόμη και σε στιγμές που κάποιοι από αυτούς διαπλέκονταν με αυτήν. Ένας πολίτης του οποίου τη συναίνεση έχει αποσπάσει το κράτος, δεν θα διαμαρτυρηθεί, δεν θα αμφισβητήσει και δεν θα διαφωνήσει.
Αυτό υποστηρίζουμε με τον Nick Cowen στο άρθρο μας “Hayek versus Trump” [8]. Το δημοφιλές βιβλίο του Φρίντριχ Χάγιεκ Ο Δρόμος προς τη Δουλεία έχει ερμηνευθεί ως μια γενική προειδοποίηση εναντίον του κρατικού προστατευτισμού στην οικονομία [9]. Όμως το επίμετρό μας διακρίνει ανάμεσα σε μορφές του κρατικού παρεμβατισμού που μπορούν να απειλήσουν την προσωπική και πολιτική ελευθερία και εκείνες που είναι λιγότερο πιθανό να το κάνουν. Οι παρεμβάσεις που διακρίνουν μεροληπτικά είναι εξαναγκαστικές με την έννοια που περιγράφει ο Χάγιεκ στο Σύνταγμα της Ελευθερίας, [10] καθώς δίνουν στο κράτος την εξουσία να εξαναγκάζει άλλους να υπηρετούν τη βούληση κάποιου υπό την απειλή της βλάβης τους. Αντιθέτως, οι αμερόληπτες κατανομές και ρυθμίσεις, όπως οι παροχές υπηρεσιών υγείας, μπορούν να λειτουργήσουν υπό κανόνες γενικής εφαρμογής. Αυτό περιορίζει τον κίνδυνο του εξαναγκασμού.
Με κατανομές μεροληπτικής διάκρισης όπως οι οικονομικές διασώσεις και άλλα προστατευτικά μέτρα, οι κυβερνήσεις αποκτούν την ικανότητα να κατανέμουν πόρους και να λαμβάνουν ως αντάλλαγμα αφοσίωση και υπακοή. Μια πολιτικοποιημένη οικονομία μεταβάλλει το δίκτυο των σχέσεων κράτους-κοινωνίας σε μια πυραμιδοειδή δομή όπου ο κεντρικός κόμβος υποτάσσει όλους τους υπόλοιπους σε σχέσεις εξάρτησης. Χωρίς έξοδο σε σφαίρες οικονομικής δραστηριότητας σχετικά ανεξάρτητες από το κράτος, το κοινωνικο-οικονομικό θεμέλιο της δυνατότητας πολιτικής αμφισβήτησης μπορεί να εξαφανιστεί και η τυπική δομή των ελέγχων και των ισορροπιών ομοίως να διαβρωθεί. Μπορεί να αναδυθεί ένας νέος αυταρχισμός, που κατ’ όνομα σέβεται τις τυπικές δομές της δημοκρατικής πολιτικής διαδικασίας, αλλά πετυχαίνει να περιορίσει την αυτονομία των φορέων της μέσω μιας διαχείρισης της μετά την κρίση οικονομία με διατάγματα και έλεγχο.
Λιγότερο φοβάμαι την καθαυτό διαχείριση της επιδημίας. Οι κοινωνίες θα αποκαταστήσουν την ελευθερία στο βαθμό που η κοινωνία μπορεί να την απαιτήσει και θα έχει τη δυνατότητα να πιέσει γι’ αυτήν. Ανησυχώ βαθιά για τις θεσμικές συνέπειες στην οικονομία. Η σύγχρονη νομισματική θεωρία μας λέει ότι το κράτος μπορεί να τυπώσει χρήματα για να τα διανείμει σε επιχειρήσεις στο πλαίσιο ενός τεράστιου προγράμματος επιδοτήσεων και επενδύσεων. Οι λαϊκιστές εξυμνούν τις ισχυρές κυβερνήσεις και επιτίθενται στον ρόλο των θεσμών, συνδυάζοντας έναν ad hoc εξοστρακισμό με έναν ad hoc προστατευτισμό. Οι επιχειρήσεις ζουν τα προστατευτικά μέτρα για να επιβιώσουν της δημοσιονομικής πίεσης της κρίσης. Την ίδια ώρα, η τεχνολογία επιτήρησης είναι πιο εξελιγμένη από ποτέ λόγω της προόδου της κυβερνητικής και της γενετικής. Το lockdown μπορεί να είναι τόσο έντονο ώστε να μας πιέσει να αποδεχθούμε άνευ προηγουμένου επίπεδα βιομετρικής επιτήρησης απλώς και μόνο για να βγούμε από τις καραντίνες μας. Το οικονομικό πλήγμα θα είναι αρκετά έντονο ώστε να στρέψει πολλούς από μας στις κυβερνήσεις προς βοήθεια. Θα αποδεχθούμε να επιτηρούμαστε και να εξαρτηθούμε από τη διακριτική ευχέρεια της κρατικής εξουσίας να κατανέμει πόρους σε μας.
Αυτό το μείγμα αυξάνει τον κίνδυνο οι κυβερνήσεις να αδράξουν αυτή την ευκαιρία για να επιτηρήσουν δραστηριότητες, να υπαγορεύσουν αποτελέσματα, να επιλέξουν νικητές, και να σηματοδοτήσουν την ισχύ του για να μειώσουν την έκθεσή τους στην πολιτική αμφισβήτηση. Υπαγορεύοντας ποιος θα πάρει τι, οι πολιτικές ελίτ επιβεβαιώνουν μια μορφή ελέγχου που υπερβαίνει τους τυπικούς ελέγχους επί της εξουσίας. Εξουδετερώνει την πολιτική αμφισβήτηση στην εκλογική διαδικασία και διαβρώνει την αυτονομία των τυπικών θεσμών που υποτίθεται ότι ελέγχουν την εξουσία της. Σε συνδυασμό με έναν άνευ προηγουμένο μηχανισμό επιτήρησης, το σημερινό σύστημα ελέγχων και ισορροπιών επί της εξουσίας δεν θα μπορέσει να αποτρέψει την περαιτέρω αυταρχικοποίηση.
Τώρα είναι η ώρα να σκεφτούμε βαθύτερα τις θεμελιώδεις αρχές μας πριν διατυπώσουμε συνταγές για το μέλλον. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες σχεδιάστηκαν για τις κοινωνίες του 19ου αιώνα, για να προστατεύουν τους πολίτες από ένα εξουσιαστικό κράτος. Σ’ αυτή την εποχή των επαναλαμβανόμενων κρίσεων, της βιοτεχνολογίας και της μαζικής επιτήρησης, αυτό το συνταγματικό οπλοστάσιο μπορεί να αποδειχθεί ανεπαρκές. Η επικαιροποίηση και η ενίσχυση της παράδοσης του κλασικού φιλελευθερισμού είναι ένα επείγον και από καιρό αναγκαίο καθήκον.
Ο 21ος αιώνας θα είναι είτε η εποχή της βιοδημοκρατίας, είτε η εποχή της βιοδικτατορίας. Οι θεσμοί της βιοδημοκρατίας θα είναι αυτοί που θα προστατεύσουν την κοινωνία των πολιτών από την αυθαίρετη άσκηση της εξουσίας ενόψει των επαναλαμβανόμενων κρίσεων.
Βλέπω τη βιοδημοκρατία ως ένα νεο-μαντισονιανό πρόγραμμα που απαντά στις σύγχρονες προκλήσεις της βιοπολιτικής μέσω συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που διασφαλίζουν τα κοινωνικο-οικονομικά θεμέλια της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η βασική του αρχή θα είναι η αναγνώριση ότι δεν μπορεί να υπάρξει φιλελεύθερη δημοκρατία χωρίς μια πλουραλιστική κοινωνία και οικονομία. Μια πλουραλιστική κοινωνικο-οικονομική δομή διαφυλάττει τη δομή των ελέγχων και των ισορροπιών της δημοκρατίας και τη δυνατότητα της αμφισβήτησης της κυβέρνησης. Αν αλλάξει το πρώτο, θα καταρρεύσει το δεύτερο.
Σε μια εποχή ολοένα και μεγαλύτερης πολυπλοκότητας και βιοπολιτικής, μια νεο-μαντισονιανή θεσμική σκέψη πρέπει να λάβει υπόψη της τα είδη των μεταρρυθμίσεων που μπορούν να διαφυλάξουν τη σχετική οικονομική αυτονομία της κοινωνίας από την διακριτική ευχέρεια των κυβερνήσεων. Αυτό μπορεί να σημαίνει ένα οικονομικό σύνταγμα που ορίζει τη μη διάκριση ως μια πρόσθετη προϋπόθεση που αφορά τον ρόλο του κράτους στην οικονομία και τη φύση των παρεμβάσεών του στην κοινωνία. Οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να επιτρέπουν μόνο απρόσωπες και αμερόληπτες παρεμβάσεις στο πλαίσιο ανεξάρτητων ελέγχων αναλογικότητας και πρέπει να απαγορεύει κρατικές δράσεις που μπορούν να διακρίνουν και να δημιουργούν εντοπίσιμους νικητές. Οι θεσμοί πρέπει να προστατεύουν τα θεμέλια ενός οικονομικού συστήματος που επιτρέπει στα υποκείμενα οικονομικής δράσης την αυτονομία τους. Αντί για παρεμβάσεις που άκριτα συγκεντρώνουν διακριτικές εξουσίες στα χέρια μιας πολιτικής ελίτ, οι κοινωνίες πρέπει να μπορούν να διαχειρίζονται τους κινδύνους με τρόπο που διασφαλίζει την ελευθερία στην ίδια την πηγή της: τη σχετική μας αυτονομία έναντι της κρατικής διακριτικότητας.
[1] Robert Higgs, Crisis and Leviathan (25th Anniversary Edition): Critical Episodes in the Growth of American Government. The Independent Institute.
[2] Roberto Esposito, Immunitas: The Protection and Negation of Life. (Polity, 2011).
[3] Giorgio Agamben, State of Exception. (University of Chicago Press, 2005).
[4] Hilton L. Root, Network Origins of the Global Economy: East vs. West in a Complex Systems Perspective, Cambridge Core, March 2020.
[5] Erich Fromm, Escape from Freedom (Open Road Media, 2013).
[6] Aris Trantidis, “Is Government Contestability an Integral Part of the Definition of Democracy?” 2017. Accessed 30 March 2020.
[7] “Coronavirus Will Change the World Permanently. Here’s How”. Politico. Accessed 30 March 2020.
[8] Aris Trantidis and Nick Cowen, “Hayek versus Trump: The Radical Right’s Road to Serfdom,” Polity, 5 March 2020.
[9] Friedrich A. Hayek, The Road to Serfdom, accessed 30 March 2020.
[10] Friedrich A. Hayek, The Constitution of Liberty, accessed 30 March 2020.
Ο Άρης Τραντίδης είναι λέκτορας Διεθνών Σχέσεων και Πολιτικής στη Σχολή Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Lincoln, καθώς και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΚΕΦίΜ – Μάρκος Δραγούμης. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου Clientelism and Economic Policy: Greece and the Crisis (Routledge, 2016).
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 4 Μαρτίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ – Μάρκος Δραγούμης.
Σχετικά άρθρα