Του Ολύμπιου Ράπτη
Όταν ΜΜΕ, πολιτικοί αριστερά και δεξιά και ο μέσος πολίτης θριαμβολογούν που «θα πέσει χρήμα στην αγορά από τις Βρυξέλλες», οι ιδεοληπτικοί και ανάλγητοι φιλελεύθεροι αναρωτιόμαστε: από πού θα έρθουν τα λεφτά, αν όχι από την ίδια την αγορά, και με τι κόστος για τις επόμενες γενιές;
Η ανησυχία, ωστόσο, αγαπητοί αναγνώστες και αναγνώστριες, δεν είναι τόσο για την Ελλάδα, γιατί τουλάχιστον στην περίπτωση αυτή τα ποσά που θα κληθεί να επιστρέψει θα είναι πολύ λιγότερα από αυτά που θα καρπωθεί (το πώς θα «απορροφηθούν» είναι άλλο θέμα). Η ανησυχία είναι μακροπρόσθεσμα για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οδεύουμε προς ισχυροποίηση της Ε.Ε. ή προς κρίση χρέους που θα την αποδυναμώσει σταδιακά;
Ας δούμε τους λόγους ανησυχίας έναν προς έναν:
1. Καμία επίσημη ή ανεπίσημη πρόταση αύξησης δαπανών της Ε.Ε. δεν αναφέρει το προσδοκώμενο ή επιθυμητό έλλειμμα.
Είτε μιλάμε για την πάγια αρχή της Ενωσης Ευρωπαίων Φεντεραλιστών (UEF) ότι η Ε.Ε. πρέπει να έχει αυξημένους ίδιους πόρους (δηλ. πανευρωπαϊκοί φόροι και δανεικά) προκειμένου να μην εξαρτάται από τα κράτη-μέλη της για τη χρηματοδότηση της λειτουργίας της, είτε για τα 500 δισ. από την ιστορική συμφωνία Μέρκελ – Μακρόν, είτε για τα 2 τρισ. του Ευρωκοινοβουλίου (φήφισμα 15/5/2020), είτε για τη συμβιβαστική πρόταση της Επιτροπής για 750 δισ. (που θα αποτελέσει το αντικείμενο διαπραγματεύσεων από τα κράτη-μέλη στο Συμβούλιο), εντοπίζουμε παντού μία θεμελιώδη ασάφεια: Πουθενά δεν υπάρχει έστω και η παραμικρή αναφορά στο προσδοκώμενο κόστος αποπληρωμής των νέων ιδίων πόρων της Ε.Ε. που θα μαζευτούν μέσω ομολόγων και το εκτιμώμενο ή επιθυμητό ετήσιο έλλειμμα.
Αυτά που δημοσιεύονται στην πρόταση της Επιτροπής είναι μονάχα:
α) ο μαθηματικός τύπος υπολογισμού των κεφαλαίων προς διάθεση ανά κράτος-μέλος (32 δισ. για την Ελλάδα συνολικά), β) οι υπολογισμοί από τα προσδοκώμενα έσοδα από την πρόσθετη φορολογία με τη ρητή επισήμανση ότι:
– είναι «κατ’ εξαίρεση και προσωρινοί» – κανένας νέος δανεισμός μετά το 2024 (ποιος το πιστεύει, αλήθεια, ειδικά αν επιτευχθεί αρχικά θεαματική ανάπτυξη;),
– «θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αποπληρωμή», όχι ότι θα είναι σίγουρα αρκετοί για την αποπληρωμή –
η Επιτροπή θα προτείνει μέσα στην περίοδο 2021-2027 πρόσθετους νέους ίδιους πόρους μέσω φορολογίας (πέραν αυτών που προτείνει τώρα),
– τα κράτη-μέλη σε κάθε περίπτωση θα αρχίσουν να αποπληρώνουν τα ομόλογα με βάση το ποσοστό συμμετοχής τους στον προϋπολογισμό της Ε.Ε. μετά το 2027 και, για να καμφθούν οι αντιστάσεις διαφόρων κρατών-μελών, τα περίφημα rebates, όπως αυτά που είχε κερδίσει η Βρετανία, θα καταργηθούν σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου απ’ ό,τι είχε αρχικά προβλεφθεί.
2. Τα όποια ελλείμματα της Ε.Ε. θα καλυφθούν αποκλειστικά ή κυρίως από νέους φόρους, όχι μειώσεις δαπανών.
Το σημείο αυτό είναι θεμελιώδους σημασίας. Αν θέλουμε οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης να δώσουν άριστη βαθμολογία στα ομόλογα μακράς διαρκείας της Ε.Ε. -ώστε να έχει και νόημα το εγχείρημα- θα πρέπει τα έσοδα να καλύπτουν επαρκώς τα έξοδα. Αλλά, όπως είδαμε με την περίπτωση της Ελλάδας, που έκανε τα αντίθετα από την Κύπρο και την Ιρλανδία, ειδικά κατά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η κάλυψη των ελλειμμάτων αποκλειστικά ή κυρίως μέσω αύξησης φορολογίας είναι συνταγή οδυνηρής ύφεσης και ανεργίας. Ο πρόσφατα εκλιπών οικονομολόγος Alberto Alesina είχε αποδείξει πως η μείωση δημοσίων δαπανών αντί της αύξησης φόρων είναι και πιο αποτελεσματική και λιγότερο δαπανηρή. Δυστυχώς η κουβέντα αυτή, ωστόσο, δεν μπορεί καν να μπει στο τραπέζι ως εναλλακτική, γιατί το σημείο εκκίνησης είναι η δημιουργία νέου χρέους – «ομοσπονδιακού» χρέους.
3. Ακόμα και αν γίνουν αποδεκτοί (δύσκολο), οι νέοι φόροι ίσως να μην αποδώσουν, προκαλώντας και δημοσιονομικό έλλειμμα και έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Η φορολογία, ως πεδίο πολιτικής, απαιτεί διπλή ομοφωνία στο Συμβούλιο των κρατών-μελών της Ε.Ε. Ομοφωνία αρχικά για να ενταχθεί ένα θέμα προς συζήτηση και ομοφωνία στην έγκρισή του.
Με τη στήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας του Ευρωκοινοβουλίου (Κεντροδεξιοί, Φιλελεύθεροι, Πράσινοι, Κεντροαριστεροί, ακόμα και ευρωσκεπτικιστές), η Επιτροπή λοιπόν προτείνει να εισαγάγει νέα, τύποις «ομοσπονδιακή», φορολογία σε ευρωπαϊκό επίπεδο -πρόσθετα με τις υπάρχουσες εθνικές- στοχεύοντας σε έσοδα από:
– εταιρείες της ψηφιακής οικονομίας (που ομολογουμένως φοροδιαφεύγουν),
– δεκάδες χιλιάδες εταιρείες με τζίρο άνω των 750 εκατ. ευρώ/χρόνο, επειδή «επωφελούνται από την πρόσβαση στην κοινή αγορά», καθώς και
– περιβαλλοντικούς φόρους.
Την περίοδο αυτή, η Επιτροπή έχει ξεκινήσει τις κρούσεις στα κράτη-μέλη να αποδεχθούν ότι 70.000 εταιρείες μεγάλου τζίρου θα δίνουν ετησίως ένα σταθερό ποσό υπέρ της Ε.Ε. Πώς θα πεισθούν τα κράτη-μέλη, όχι μόνο αυτά που εφαρμόζουν φιλελεύθερες πολιτικές, όπως η Ολλανδία, αλλά και εκείνα που ήδη επιβάλλουν υψηλούς συντελεστές εταιρικής φορολογίας, αν φοβούνται ότι θα αντιμετωπίσουν φυγή κεφαλαίων;
Οπως έχουμε δείξει και στο παρελθόν, τα προσδοκώμενα ποσά ενδέχεται και να μην είναι καν ρεαλιστικά. Ακόμα και αν είναι όμως, ίσως να μην αρκούν για να καλύψουν το έλλειμμα, αλλά αντιθέτως να είναι αρκετά για να πλήξουν την ικανότητα προσέλκυσης επενδύσεων. Ο «ψηφιακός φόρος», για παράδειγμα, παλαιότερα εκτιμάτο από την ίδια την Επιτροπή σε 5 δισ./έτος πανευρωπαϊκά. Τώρα η Επιτροπή θεωρεί ότι το συνολικό νούμερο μπορεί να είναι και διπλάσιο, δηλ. 10 δισ. ευρώ! Με δεδομένη την αδυναμία ομοφωνίας, η Γαλλία που το εφάρμοσε μόνη της κατάφερε να συλλέξει 500 εκατ./χρόνο. Είμαστε σίγουροι ότι έχουμε 20 οικονομίες στο επίπεδο της Γαλλίας στην Ε.Ε. για να φτάσουμε τα 10 δισ.;
4. Καμία δημοσιευμένη μελέτη επιπτώσεων, καμία καμπύλη Laffer για τον υπολογισμό του βέλτιστου επιπέδου φορολόγησης.
Σε αντίθεση με την πάγια πρακτική της Επιτροπής να συνοδεύει νομοθετικές προτάσεις με μελέτες επιπτώσεων, λόγω προφανώς των έκτακτων συνθηκών και της πίεσης να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος, δεν απαντάται αν η πρόσθετη φορολόγηση θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας συνολικά. Και αν είναι ήδη αμφίβολο ότι τέτοιοι φόροι αρκούν να καλύψουν ικανοποιητικά χρέος 750 δισ. ευρώ, πώς θα καλύπταμε στο μέλλον ένα άνοιγμα των 2 τρισ. ευρώ, όπως αυτό που προτείνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που σε τελική ανάλυση μπορεί και να απορρίψει τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. αν δεν συμφωνεί με το πιο φειδωλό Συμβούλιο;
5. Φιλοευρωπαίοι και Φεντεραλιστές συζητούν αν ξεκίνησε η «εποχή Χάμιλτον» για την Ευρώπη, ενώ ενδέχεται αντιθέτως να ξεκινά μία κρίση χρέους της Ε.Ε. μακροπρόθεσμα.
Το 1790, ο Αλεξάντερ Χάμιλτον, πρώτος υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, έδωσε μία καινοτόμα λύση στην κρίση χρέους των Βορείων Πολιτειών με την έκδοση ομοσπονδιακού χρέους που θα χρηματοδοτούνταν -όπως προβλέπεται και σήμερα στην Ευρώπη- μέσω ομοσπονδιακής φορολογίας [και αυτό παρά τις σοβαρές αντιδράσεις μερικών από τους «πατέρες της ομοσπονδιοποίησης των Αμερικανικών Πολιτειών», όπως ο Τόμας Τζέφερσον και ο Τζέιμς Μάντισον].
Σήμερα, ο Γερμανός επίτροπος Προϋπολογισμού Johannes Hahn θεωρεί ότι δεν βιώνουμε κάτι ανάλογο, γιατί ο δανεισμός της Ε.Ε. θα έχει υποχρεωτικό χρονικό ορίζοντα λήξης, ενώ αντιθέτως ένθερμοι φεντεραλιστές όπως ο Φιλελεύθερος Γκι Φέρχοφσταντ θεωρούν ότι, ναι, είμαστε πλέον έτοιμοι για μία τέτοια μετάβαση προφανώς με ακόμα υψηλότερα μελλοντικά επίπεδα δημοσίων δαπανών σε επίπεδο Ε.Ε.
Η συζήτηση είναι ατελέσφορη και ενδεχομένως και παραπλανητική αν παραλείψουμε τις δύο τουλάχιστον θεμελιώδεις διαφορές Αμερικής και Ευρώπης.
Πρώτον, για δεκαετίες μετά την έκδοση ομοσπονδιακού χρέους στην Αμερική των τελών του 18ου αι.-αρχές 19ου αι. οι ομοσπονδιακοί προϋπολογισμοί των ΗΠΑ ήταν πρωτίστως πλεονασματικοί. Για να γίνει αυτό, πουλήθηκε μεταξύ άλλων και κρατική γη. Πουθενά στην Ευρώπη τού σήμερα δεν προκύπτει μια τέτοια προοπτική.
Δεύτερον και σπουδαιότερο, ο λόγος των Συνολικών Δαπανών (Ομοσπονδιακές, Πολιτειακές και Τοπικές) επί του ΑΕΠ στις ΗΠΑ είναι περίπου στο 35%. Οι δε Πολιτειακές και Τοπικές Δαπάνες ως επί τοις εκατό του ΑΕΠ κυμαίνονται από 5% έως 22%. Με άλλα λόγια, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση στις ΗΠΑ έχει περιθώριο δανεισμού και ελλειμμάτων. Αντίθετα, στην Ευρώπη το ποσοστό των Κρατικών Δημοσίων Δαπανών ήταν το 2019 ήδη στο 45%, με κανένα από τα κράτη-μέλη να μη βρίσκεται κάτω του ορίου του 30% και αυτό μάλιστα έπειτα από μία δεκαετία «σκληρής λιτότητας», όπως παραπονιούνται μονίμως οι αριστεροί.
Όταν λοιπόν σχεδόν το ήμισυ της ευρωπαϊκής οικονομίας εξαρτάται ήδη από κρατικές δημόσιες δαπάνες, ποια είναι τα περιθώρια δημιουργίας νέου και βιώσιμου «ομοσπονδιακού χρέους» από την ίδια την Ε.Ε.; Η συζήτηση δεν είναι θεωρητική. Το πολυδιαφημισμένο «πακέτο Γιούνκερ» που χρηματοδοτήθηκε με τον υπάρχοντα προϋπολογισμό της Ε.Ε. συντέλεσε στην αύξηση του ευρωπαϊκού ΑΕΠ κατά μόλις 0,9% σύμφωνα με την ίδια την Επιτροπή. Αν θέλουμε να επανακτήσουμε μέσω αυξημένων δημοσίων δαπανών το χαμένο ΑΕΠ της Ευρώπης -και σύντομα-, τα ποσά που απαιτούνται είναι τόσο δυσθεώρητα όσο περιορισμένος είναι και ο δημοσιονομικός χώρος.
Συμπέρασμα: Η υπάρχουσα κόκκινη γραμμή ότι δεν πειράζουμε τις εθνικές δημόσιες δαπάνες, απλά δεν θα τις επιβαρύνουμε παραπάνω γιατί θα σηκώσουμε νέο χρέος, νέους φόρους και ελλείμματα σε επίπεδο Βρυξελλών, δεν φαίνεται να ισχυροποιεί μακροπρόθεσμα την Ε.Ε., αλλά ενδεχομένως να την αποδυναμώνει.
Ο Ολύμπιος Ράπτης, είναι μέλος του ΚΕΦίΜ, ζει στις Βρυξέλλες και ασχολείται με τα θέματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στα ελληνικά στον Φιλελεύθερο στις 6 Ιουνίου και στη συνέχεια μεταφράστηκε στα αγγλικά και δημοσιεύτηκε από το δίκτυο EPICENTER σε συνεργασία με το ΚΕΦίΜ.
Σχετικά άρθρα