Εξώφυλλο: Από τον πίνακα του Τουλούζ-Λοτρέκ “Au salon de la rue des moulins”.
Του Δημήτρη Δημητράκου*
Η αριστοκρατία δεν είναι της μόδας στην εποχή μας. Ως τάξη είχε αρχίσει να χάνει το κύρος της στην Ευρώπη, ήδη από την εποχή του Θερβάντες στον 17ο αιώνα. Ο μηχανικός και εμπορικός πολιτισμός που προέκυψε από τη βιομηχανική επανάσταση και το δημοκρατικό πνεύμα που κυριάρχησε μετά την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση έδωσαν οριστικό τέλος στη δύναμη που είχε, και οι αριστοκράτες εκ καταγωγής αφομοιώθηκαν εντελώς με τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας.
Επιβίωσαν, όμως, ορισμένες αρετές που ορθά ή λανθασμένα είχαν αποδοθεί στους αριστοκράτες στο παρελθόν. Είναι οι αρετές της γενναιότητας, της φιλοτιμίας, της μεγαλοψυχίας, της ανιδιοτελούς προσφοράς, της ευγένειας στον τρόπο σκέψης και δράσης. Μπορούμε να πούμε ότι αναγνωρίζεται σήμερα κάποιος ως ηθικός αριστοκράτης αν συνδυάζει τέτοιες αρετές. Και μάλλον αυτή είναι η μόνη αριστοκρατία που αναγνωρίζεται σήμερα: όχι της καταγωγής ή του χρήματος ούτε εκείνης των γραμμάτων, αλλά το ανώτερο ήθος από το οποίο εμφορείται κάποιος.
Ηθικοί αριστοκράτες υπάρχουν τόσο ανάμεσα σ’ εκείνους που είναι οι “τα πρώτα φέροντες” σε μια κοινωνία, όσο και σ’ αυτούς που αποτελούν το πλήθος ανώνυμων πολιτών. Έχουν κάτι περισσότερο από την κοινή αξιοπρέπεια, την εντιμότητα και τη συνέπεια που αναμένει ο καθένας από τον πλησίον του. Και αυτό είναι η συναίσθηση μιας πρόσθετης υποχρέωσης αυστηρότερης τήρησης κανόνων στους οποίους όλοι υπόκεινται. Αν υπερέχει σε κάτι ο ηθικός αριστοκράτης, είναι στο ότι θεωρεί πως αυξάνονται τα καθήκοντά του, όχι τα προνόμιά του, λόγω μιας ιδιότητάς του. Υπηρετεί με αυξημένες ευθύνες που ο ίδιος προσδίδει στον εαυτό του. Δεν απαιτεί αμοιβαιότητα: ο κώδικάς του του επιβάλλει συμπεριφορά ανεξάρτητη από το τι κάνουν οι άλλοι. Μπορεί να πει κανείς ότι έχει την αδιαφορία του “ευπατρίδη” για τους τρόπους και το φέρσιμο των άλλων.
Βέβαια, υπάρχουν και οι εκφυλιστικές μορφές αριστοκρατικής συμπεριφοράς: εκείνης που ταιριάζει στο παράδειγμα του “άρχοντα” ο οποίος θεωρεί ότι είναι υπεράνω κανόνων, ότι οι κανόνες είναι “για τους άλλους”, ίσως για τους μικροαστούς και το πόπολο. Συνήθως αυτή η στάση ανήκει σε εκείνους που προβάλλουν την ιδιότητα που έχουν ως πρωτεύοντες σε μια τάξη, σε μια αναγνωρισμένη ιεραρχία, ως τίτλο κάποιου ανεπίγνωστου προνομίου. Είναι ο βουλευτής που καπνίζει μέσα στη Βουλή ή και αλλού όπου απαγορεύεται στους υπόλοιπους το κάπνισμα. Είναι ο παραβάτης των κανονισμών της Τροχαίας που αντιμετωπίζει τον αστυνομικό έλεγχο με το “ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε”. Είναι ο άνθρωπος που επικαλείται την “ανώτερή” του ιδιότητα ως ένα προνόμιο που πρέπει να του αναγνωριστεί, που του οφείλεται.
Όμως ο ηθικός αριστοκράτης δεν επικαλείται τίποτε. Αναγνωρίζεται αυτομάτως από το ηθικό του ανάστημα – αυτό που ο μεγάλος διανοητής και αγωνιστής της ιταλικής Αριστεράς Αντόνιο Γκράμσι ονόμαζε “διανοητική και ηθική υπεροχή” και που απαιτούσε να το έχει ο επαναστάτης: επιβάλλεται με το πραγματικό του ειδικό βάρος, όχι με διεκδίκηση κάποιου ηθικού ή διανοητικού πλεονεκτήματος. Βέβαια, είμαστε πολύ μακριά από την εποχή του Γκράμσι. Ήταν η εποχή που γνήσιοι αγωνιστές σαν κι αυτόν σχημάτιζαν μια ελίτ – μια αριστοκρατία, με κάποια έννοια – που ως διαπιστευμένος συλλογικός φορέας καθοδήγησης της ανθρωπότητας οδηγούσε στον δρόμο της προόδου, στην οριστική της χειραφέτηση από τα δεινά που τη μαστίζουν. Η σωτηριολογική αυτή επαγγελία του επαναστάτη ήταν συνυφασμένη με το ήθος που τον ενέπνεε. Σήμερα δεν είναι αποδεκτή αυτή η θεώρηση για τους περισσότερους ανθρώπους. Αλλά είναι τα προβλήματα που μας απασχολούν, πολύ τεχνικότερα, και δεν σχετίζεται η επίλυσή τους με τις ανατροπές που έθεταν ως στόχο οι επαναστάτες της εποχής του Γκράμσι και του Λένιν.
Αλλά ακόμα και τότε δεν γινόταν αναφορά σε κάποιο “ηθικό πλεονέκτημα” που τάχα είχε η Αριστερά, από την ίδια της την ουσία, αναμφισβήτητη και αναφαίρετη, όπως παλιότερα είχε αναμφισβήτητα προνόμια άρχοντα από τη γέννησή του αυτός που έφερε τίτλο ευγενείας. Όσον αφορά τον Μαρξ, όχι μόνο δεν γινόταν αναφορά σε “ηθικό πλεονέκτημα”, αλλά ούτε καν συνέδεε την ανάγκη να συνδεθεί το πρόγραμμά του με την ηθική. Μάλιστα έδειχνε περίσσια περιφρόνηση στην ηθικολογία που γινόταν στο όνομα της επανάστασης, όπως δείχνει στις “Σημειώσεις στο Πρόγραμμα της Γκότα” (1875) του Γερμανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Έχει περάσει ανεπιστρεπτί η εποχή των αριστοκρατών δηλαδή εκείνων που είχαν ή τους απέδιδαν προνόμια ή τους αναγνώριζαν κάποιο προβάδισμα λόγω μιας εγγενούς ιδιότητας. Ηθικοί αριστοκράτες υπάρχουν και είναι αναγνωρίσιμοι. Δεν είναι, όμως, αυτοί που διεκδικούν την αναγνώριση αυτή ως κτήτορες κάποιου “ηθικού πλεονεκτήματος”. Είναι, αντίθετα, αυτοί που προσφέρουν και που δεν αξιώνουν ανταλλάγματα· που δείχνουν αυξημένη ευαισθησία στην ανάγκη τήρησης αρχών και κανόνων· που έχουν επίγνωση του γεγονότος ότι η ιδέα που τους εμπνέει δεν είναι κάποια άμωμη και αμόλυντη “ουσία”, η οποία δεν μπορεί να φθαρεί ή να κηλιδωθεί από τις πράξεις τους· και που δεν έχουν σφραγισμένη την τιμή τους για πάντα από αυτή την “ουσία” με την οποία ταυτίζονται.
*Ο Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΚΕΦίΜ.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ του Σαββατοκύριακου 1-2 Αυγούστου 2020.
Σχετικά άρθρα