Της Κωνσταντίνας Μπότσιου*
Η έρευνα του ΚΕΦΙΜ για το 1821 αναδεικνύει αναμενόμενες απόψεις, αλλά προσφέρει και εκπλήξεις. Εκπλήσσει, για παράδειγμα, η στασιμότητα της συλλογικής γνώσης για την Επανάσταση, παρά την πρόοδο της ιστορικής έρευνας. Η αναντιστοιχία επιβεβαιώνει ότι κύρια πηγή γνώσης παραμένει το δημοτικό σχολείο με δευτερεύουσες συμβολές από τη δημόσια ιστορία και τα ΜΜΕ, τις εθνικές επετείους, κινηματογραφικές ταινίες και μουσειακά εκθέματα.
Οι ερωτηθέντες προσυπογράφουν. 4 στους 5 (79,5%) παραδέχονται ότι η γνώση της Επανάστασης είναι από ελάχιστη (30,3%) έως μέτρια (49,3%). Παρόλα αυτά, τεκμαίρεται μια εθνική συναντίληψη για τα γεγονότα, τις προτεραιότητες και τους στόχους του 1821. Ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, μορφωτικού επιπέδου, εισοδήματος, πολιτικής ιδεολογίας αναγνωρίζουν τον καταρχήν εθνικό χαρακτήρα της Επανάστασης (91,6%) δίνοντας μικρότερα ποσοστά σε άλλες κατηγοριοποιήσεις (κοινωνική, φιλελεύθερη, θρησκευτική, δημοκρατική).
Παρατηρείται εδώ μια αξιοσημείωτη απόκλιση από τις ιδεολογικοποιημένες έριδες της δεκαετίας του 1980 με επίκεντρο τον «αστικό» χαρακτήρα της Επανάστασης. Σαν απόηχος, το ποσοστό αποδοχής του όρου «εθνική» παραμένει χαμηλότερο σε ψηφοφόρους του ΚΚΕ (69,9%)1. Παράλληλα, ενισχύεται ο προσδιορισμός της Επανάστασης ως «φιλελεύθερης». Συνδέεται, όμως, περισσότερο με την πρόσληψη του φιλελευθερισμού στη σημερινή εννοιολογική του εκδοχή, λιγότερο με ό,τι σήμαινε τον 19ο αιώνα. Ενδεικτικός είναι ο διαχωρισμός του«εθνικού» από το «φιλελεύθερο», ενώ στην πραγματικότητα εθνικισμός και φιλελευθερισμός υπήρξαν δίδυμες δυνάμεις στη νεώτερη ευρωπαϊκή ιστορία. Ο εθνικισμός υπέστη τερατώδη μετάλλαξη αφότου εγκατέλειψε τον φιλελευθερισμό για να συνταχθεί με τον ολοκληρωτισμό, όχι νωρίτερα2.
Η έρευνα αποτυπώνει, παράλληλα, το υβρίδιο του ελληνικού εθνικισμού, που αναπτύχθηκε σε συνάρτηση με την εκκλησία, σε αντίθεση με τον αντικληρικαλισμό ριζοσπαστικών επαναστάσεων, αλλά και ταγών του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής. Ιδίως όσοι αυτοπροσδιορίζονται ως εθνικιστές και συντηρητικοί θεωρούν ότι η επανάσταση είχε θρησκευτικό χαρακτήρα (74% και 72,4%, αντίστοιχα), δεδομένου ότι συγκρούστηκαν ορθόδοξοι με μουσουλμάνους. Την ίδια άποψη υιοθετούν όσοι έχουν πρωτοβάθμια εκπαίδευση (72,5%) και εξοικειώθηκαν με την Επανάσταση μέσα από τον διπλό εορτασμό της με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.
Μολονότι η Επανάσταση αποτέλεσε ένα κρίσιμο ευρωπαϊκό γεγονός, προσλαμβάνεται ελληνοκεντρικά. Η έναρξη στις παραδουνάβιες ηγεμονίες κατατάσσεται προτελευταία μεταξύ των γνωστότερων γεγονότων (με μόλις 0,5%). Υποτιμάται ο στρατηγικός ρόλος του αντιπερισπασμού μέχρι να στερεωθεί ο Αγώνας στην «ακριτική» Πελοπόννησο, στα γύρω νησιά και στο Μοριά καθυστερώνας την αντίδραση Οθωμανών και Ιερής Συμμαχίας.
Γενικά, όταν οι ερωτηθέντες καλούνται να θυμηθούν αυθόρμητα πρωταγωνιστές, μικραίνουν τη συμβολή των μορφών που προετοίμασαν πνευματικά την Επανάσταση, όπως ο Κοραής ή ο Ρήγας Φεραίος. Χαμηλά κατατάσσεται και ο Λόρδος Βύρων, παρότι τονίζεται η συμβολή των «φιλελλήνων» ως συνόλου (88,7%)3.
Αντίθετα, ως πρωταγωνιστές αναγνωρίζονται αυθόρμητα οι στρατιωτικές προσωπικότητες: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Μπουμπουλίνα, Παπαφλέσσας, Αθανάσιος Διάκος, Οδυσσέας Ανδρούτσος. Η αδιαφιλονίκητη πρωτοκαθεδρία του Κολοκοτρώνη σε κάθε κριτήριο τον καθιστά το αρχέτυπο του «εθνικού ήρωα». Η Μάχη στα Δερβενάκια και η Άλωση της Τριπολιτσάς, επιτυχίες ταυτισμένες με τον Κολοκοτρώνη, δεσπόζουν στα σημαντικότερα γεγονότα της Επανάστασης (15,8% και 11,9%, αντίστοιχα).
Η Επανάσταση είναι καρφιτσωμένη στη δημόσια μνήμη κυρίως ως στρατιωτικό γεγονός4. Μικρότερο μερίδιο αναγνωρίζεται στις διπλωματικές, πολιτικές και οικονομικές ενέργειες που κέντρισαν το διεθνές ενδιαφέρον για την ανεξαρτησία. Οι οπλαρχηγοί κατέχουν τη δεύτερη θέση ως θετική επιρροή (85,6%) – μετά τη Φιλική Εταιρεία (96%) – ενώ οι προεστοί την τελευταία (24,6%). Αλλά και ο στρατιωτικός αγώνας είναι αντιληπτός περισσότερο ως στεριανός, λιγότερο της θάλασσας. Ο Κανάρης και ο Μιαούλης έρχονται πολύ λιγότερο αυθόρμητα στο μυαλό των ερωτηθέντων (17,1% και 15%, αντίστοιχα) από τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη (89,6% και 59,7%, αντίστοιχα), ενώ μόλις στις θέσεις 15 και 16 των 20 σημαντικότερων γεγονότων του 1821 βρίσκονται η Καταστροφή της Χίου (1822) και των Ψαρών (1824). Ωστόσο, τότε άνοιξε ο δρόμος για την εισβολή των τουρκοαγυπτιακών δυνάμεων, αφού έπεσαν τα «τείχη» που αναχαίτιζαν τη μεταφορά οθωμανικών ενισχύσεων διά θαλάσσης.
Τα στερεότυπα του παρόντος είναι εύγλωττα στην αποτίμηση της συμβολής των Μεγάλων Δυνάμεων. Ισχυρό προβάδισμα δίνεται στη Ρωσία (38,1%) έναντι της Αγγλίας μειώνοντας την καταλυτική επίδραση του αγγλο-ρωσικού ανταγωνισμού στην επίτευξη ανεξαρτησίας έναντι της αυτονομίας που προτιμούσαν οι Ρώσοι. Η παραδοσιακή ελληνική αμφιθυμίααπέναντι στη Δύση και οι αγγλο-ελληνικές συγκρούσεις του 20ού αιώνα στο Κυπριακό προφανώς οδηγούν σε μια αντίστροφη ανάγνωση της ιστορίας5.
Η σύμπραξη των Μεγάλων Δυνάμεων στο Ναβαρίνο θεωρείται καίρια για την έκβαση της Επανάστασης (35,2%). Υψηλότερη βαθμολογία λαμβάνουν, όμως, οι στρατιωτικές επιτυχίες και η αποφασιστικότητα των Ελλήνων να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων με το ασυμβίβαστο «Ελευθερία ή Θάνατος» (61,3%). Γενικά συγκινεί η έννοια της θυσίας, ακόμα και αν δεν οδηγεί σε νίκη (Μεσολόγγι, Αρκάδι, Ζάλογγο).
Αγκιστρωμένη στο σήμερα, αλλά δηλωτική βαθύτερων εθνικών επιδιώξεων είναι η ιεράρχηση των μετεπεναστατικών επιτευγμάτων. Πρώτη έρχεται η ένταξη στην ΕΕ (11,6%), τρίτη η δημοκρατία (8,2%). Και οι δύο αντανακλούν το μακροχρόνιο όνειρο να προφτάσουν οι Έλληνες τις προηγμένες χώρες, να «εξευρωπαϊστούν». Ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος έρχεται δεύτερος σε σημασία (10,4%), ενώ η Μεγάλη Ιδέα, το αδιαφιλονίκητο εθνικό δόγμα για έναν αιώνα, συγκεντρώνει μόλις 6,7%6. Μεγαλύτερη κατάπληξη προκαλεί η περιορισμένη σημασία που αποδίδεται στους Βαλκανικούς Πολέμους (4,3%), μολονότι διπλασίασαν την επικράτεια και τον πληθυσμό του ελληνικού κράτους. Μπορεί να εξηγηθεί με τη σημερινή μεταμνημονιακή απώθηση προς δάνεια και πολέμους, όσο και με την άγνοια της δεκαετίας των κοσμογονικών πολέμων 1912-22 πλην της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ακόμα και ο πασίγνωστος Ελευθέριος Βενιζέλος συγκεντρώνει χαμηλά ποσοστά επτευγμάτων (1,7%).
Σαν οριζόντιο συμπέρασμα προκύπει ότι μορφωτικό επίπεδο και εισόδημα διαφοροποιούν τις απαντήσεις περισσότερο από ό,τι ιδεολογικές ή κομματικές δεσμεύσεις. Αυτή η ιδεολογική αποσύνδεση καταρρίπτει την ανάγκη ενός περιοριστικού – εν δυνάμει διχαστικού – εθνικού αφηγήματος. Η επέκταση και ανάδειξη του ιστορικού «γνώθι σαυτόν» είναι από μόνη της το αφήγημα. Η πρόοδος είναι ικανοποιητική, η επέτειος των 200 ετών ενθαρρύνει να προχωρήσει ταχύτερα.
Η Κωνσταντίνα Μπότσιου είναι Αν. Καθηγήτρια και Διευθύντρια του Κέντρου Ελληνικής και Διεθνούς Ιστορίας (ΚΕΔΙΣ) στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Το κείμενο φιλοξενείται και είναι μέρος της ανάλυσης της δεύτερης δημοσκόπησης του ΚΕΦίΜ “Πώς βλέπουν οι Έλληνες την Επανάσταση του 1821”; που δημοσιεύτηκε και παρουσιάστηκε τον Μάρτιο του 2021. Βρείτε ολόκληρη την ανάλυση της δημοσκόπησης εδώ. Δείτε την παρουσίση των αποτελεσμάτων της πανελλαδικής δημοσκόπησης.
Σχετικά άρθρα