Του Γιώργου Αρχόντα*
Τα μέλη του Ελληνικού Πάνελ Οικονομολόγων στη μεγάλη τους πλειονότητα απορρίπτουν την προοπτική ανάληψης ρυθμιστικών πρωτοβουλιών για τον περιορισμό της δυνατότητας τηλεργασίας στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα μετά το πέρας της πανδημίας, κρίνοντας ότι δεν συντρέχουν επαρκείς προς τούτο λόγοι, όπως καταγράφουν τα αποτελέσματα της Ερώτησης του Πάνελ για τον Φεβρουάριο.
Ενώ το κατά πόσο η εξ αποστάσεως εργασία θα συνεχίσει να φαίνεται ελκυστική και μετά την κρίση σε εργοδότες και εργαζόμενους είναι ένα ζήτημα το οποίο μένει να κριθεί στην πράξη, ήδη εκφράζεται από κάποιους οικονομολόγους ανησυχία για το λεγόμενο “Zoomshock”, τις συνέπειες δηλαδή που μπορεί να έχει η πρακτική αυτή στα γενικά επίπεδα κατανάλωσης, και ιδίως σε κλάδους και επιχειρήσεις που εξαρτώνται από την εργασία στα γραφεία (όπως η ενοικίαση γραφείων, η εστίαση και οι καφετέριες) και ευρύτερα στις γειτονιές όπου υπάρχουν πολλά γραφεία.
Στο πλαίσιο αυτό ήδη συζητιέται η επιβολή περιορισμών (πχ ποσοστώσεων) στην τηλεργασία στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα για τη μετά την κρίση εποχή, ακόμη δηλαδή και σε περιπτώσεις όπου αυτή η λύση φαίνεται να εξυπηρετεί εργοδότες και εργαζομένους.
Στην Ερώτηση του Φεβρουαρίου απάντησαν συνολικά 43 Ελληνίδες και Έλληνες οικονομολόγοι. Το 81% αυτών διαφωνεί με την επιβολή έξωθεν ρυθμιστικών μέτρων για την τηλεργασία μετά την πανδημία, ενώ το 7% τα κρίνει επιθυμητά. Μεταξύ των δύο επιλογών τοποθετήθηκε το 12% των απαντησάντων.
Τα μέλη του Πάνελ στα επεξηγητικά τους σχόλια, τα οποία είναι πλήρως διαθέσιμα στην ιστοσελίδα του ΚΕΦίΜ, υπογραμμίζουν ως επί το πλείστον ότι η τηλεργασία αποδείχθηκε στην πράξη τους τελευταίους μήνες ότι προσφέρει ρεαλιστικά τη δυνατότητα μείωσης του κόστους για αρκετές επιχειρήσεις και εργαζομένους, αλλά και αύξησης του ελεύθερου χρόνου των τελευταίων. Υπ’ αυτή την έννοια, αποκάλυψε μη αναγκαία κόστη, όπως για την πραγματοποίηση πολλών διά ζώσης επαγγελματικών συναντήσεων, αλλά και τη μεγάλη δυνατότητα αποφυγής μετακινήσεων που επιβαρύνουν αχρείαστα το περιβάλλον.
Οι αρνητές της ανάγκης έξωθεν ρυθμίσεων υπογραμμίζουν επίσης ότι η οικονομία θα βρει ούτως ή άλλως την αποτελεσματικότερη επιλογή, με τη μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων να επιστρέφουν πιθανότατα στα γραφεία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εξάλλου παρουσιάζει η επισήμανση ότι θα ήταν παράδοξη η επιβολή τέτοιου είδους περιορισμών από την Ελλάδα την στιγμή που ενεργά επιδιώκεται από την κυβέρνηση η προσέλκυση «ψηφιακών νομάδων» στη χώρα μας, ενώ αναφέρθηκε ακόμη ότι η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία κινείται ήδη στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της τηλεργασίας και τηλεκπαίδευσης.
Από την άλλη πλευρά, υποστηρίχθηκε ότι η διά ζώσης συμμετοχή στην εργασία – και πολύ περισσότερο στην εκπαίδευση – συνεχίζει τις περισσότερες φορές να παράγει καλύτερα αποτελέσματα και ως εκ τούτου αυτό το δεδομένο πρέπει να ληφθεί υπόψη στον σχεδιασμό της πολιτικής, σε συνδυασμό και με τις ιδιαίτερες ανάγκες των επιμέρους κλάδων αλλά και περιοχών.
Τα συνολικά αποτελέσματα μπορείτε να δείτε εδώ.
Ο Γιώργος Αρχόντας είναι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΚΕΦίΜ και υπεύθυνος του Ελληνικού Πάνελ Οικονομολόγων.
To άρθρο δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή την Τρίτη 2 Μαρτίου και μπορείτε να το βρείτε διαδικτυακά στην kathimerini.gr.
Σχετικά άρθρα