Του Αριστείδη Χατζή*
Στο πρώτο επαναστατικό Σύνταγμα (Επίδαυρος, 1822) υπήρχε πρόβλεψη για τη σύσταση επιτροπών («από τα εκλεκτότερα και σοφότερα μέλη της Ελλάδος των οποίων η αρετή να είναι εγνωσμένη») για να καταρτίσουν αστικό, Ποινικό και Εμπορικό Κώδικα. Μέχρι να ολοκληρωθούν οι κώδικες, στα αστικά και τα ποινικά δικαστήρια («κριτήρια») που επρόκειτο να ιδρυθούν θα ίσχυαν οι νόμοι «των αειμνήστων Χριστιανών ημών Αυτοκρατόρων» και βέβαια η νέα νομοθεσία. Το Σύνταγμα, μάλιστα, απαγόρευε την παράνομη κράτηση: «Μετά την σύστασιν του όλου Δικανικού Σώματος ουδείς των κατοίκων της Ελλάδος καθείργεται επί λόγω εγκλήματος άνευ της προσταγής του ανήκοντος κριτηρίου, εκτός εάν συλληφθή επ’ αυτοφώρω». Σχετικά σύντομα το Βουλευτικό εξέδωσε τη «Διάταξη των Δικαστηρίων» (2/5/1822) ιδρύοντας τα πρώτα ποινικά δικαστήρια με τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας.
Μία από τις πρώτες πράξεις της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης στο Aστρος, ήταν το 11ο ψήφισμα που πέρασε στην 4η συνεδρία (1/4/1823) και είχε ως θέμα τη συγκρότηση της μιας νομοπαρασκευαστικής επιτροπής από αυτές που είχε προβλέψει το Σύνταγμα της Επιδαύρου. Η συγκεκριμένη επιτροπή ήταν εννιαμελής και είχε σκοπό «να εκθέση τα κυριώτερα των εγκληματικών εκ του προχείρου, ερανιζομένη από τους νόμους των ημετέρων αειμνήστων βυζαντινών αυτοκρατόρων, και να καθυποβάλη εις την επίκρισιν ταύτης της Συνελεύσεως». Στην επιτροπή συμμετείχαν μερικές σημαντικές πολιτικές και κυρίως πνευματικές προσωπικότητες, όμως κανένα μέλος της δεν ήταν νομικός.
Τα εννέα μέλη της επιτροπής αποτελούσαν πέντε ιερείς και τέσσερις λαϊκοί: δύο επίσκοποι, ο Νεόφυτος Μεταξάς, επίσκοπος Ταλαντίου (Αταλάντης) και μετέπειτα Μητροπολίτης Αθηνών και ο Διονύσιος Παρδαλός, επίσκοπος Ρέοντος και Πραστού (Κυνουρίας)· δύο ιερομόναχοι, ο σημαντικός εκπρόσωπος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού Βενιαμίν Λέσβιος και ο λόγιος Γεράσιμος Παπαδόπουλος· ένας ιεροδιάκονος, ο επίσης σημαντικός εκπρόσωπος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού Γρηγόριος Κωνσταντάς· δύο προεστοί, ο Πανούτζος Νοταράς και ο Ιωάννης Ζαΐμης· δύο γραμματικοί που θα παίξουν ρόλο στη συνέχεια του Αγώνα, ο Ιωάννης Κοντουμάς και ο Γεώργιος Αινιάν. Η επιτροπή εξέλεξε πρόεδρο τον Νοταρά που αργότερα θα διοριστεί πρόεδρος του Ανεκκλήτου Δικαστηρίου, δηλαδή του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας. Παρά τη συμμετοχή εκπροσώπων του Διαφωτισμού, η επιλογή ιερέων και μοναχών σε μια νομοπαρασκευαστική επιτροπή Ποινικού Κώδικα είναι ενδεικτική της ισχύος των παραδοσιακών αντιλήψεων που ήθελαν το δίκαιο να εφαρμόζει την κοινωνική ηθική, που στην περίπτωση της Ελλάδας του 1823 συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με την ορθόδοξη χριστιανική.
Το πρώτο σχέδιο του κειμένου κατατέθηκε στην Εθνοσυνέλευση με τον τίτλο «Περί Αμαρτημάτων και Ποινών» (ο τίτλος δεν ήταν τυχαίος, όπως θα δούμε), δύο εβδομάδες αργότερα! Στις 17 και 18 Απριλίου η Συνέλευση αποδέχθηκε το σχέδιο, το ανέπεμψε στο Βουλευτικό Σώμα «διά να επιθεωρηθή εν ησυχία», να το «επεξεργασθή» και έπειτα να «νομοθετηθή από την Διοίκησιν επιδιορθούμενον» και έδωσε τίτλο στο νομοσχέδιο «Απάνθισμα των Εγκληματικών της Δευτέρας Εθνικής Συνελεύσεως των Ελλήνων».
Στις 13 Απριλίου, μερικές ημέρες πριν παραδοθεί το σχέδιο, η Συνέλευση ψήφισε το αναθεωρημένο Σύνταγμα («Νόμος Επιδαύρου») που αναφέρεται ρητά στο «Απάνθισμα» (§80). Το Σύνταγμα του Αστρους αναθεώρησε επιτυχώς το πρώτο της Επιδαύρου νομοτεχνικά αλλά και ουσιαστικά, ειδικά στα δικαιώματα. Για παράδειγμα στην §82 ενισχύονται οι δικονομικές εγγυήσεις: «Κανείς να μη μένη εις φυλακήν περισσότερον από εικοσιτέσσαρας ώρας, χωρίς να πληροφορηθή επισήμως τας αιτίας της φυλακώσεώς του, και περισσότερον από τρεις ημέρας, χωρίς ν’ αρχίση η διαδικασία του».
Την 1η Ιουλίου του 1823 τέθηκε σε εφαρμογή ο πρώτος Ποινικός Κώδικας της νεότερης Ελλάδας, το «Απάνθισμα των Εγκληματικών». Αποτελείται από τρία μέρη (εγκλήματα κατά της κοινής ασφάλειας, της προσωπικής ασφάλειας και της ιδιοκτησίας), 19 κεφάλαια και 87 άρθρα. Την ίδια ημέρα, με νέο εφαρμοστικό νόμο το Βουλευτικό έθεσε σε ισχύ το Απάνθισμα «εις τα κριτήρια πάσης της ελληνικής επικρατείας» ώστε «οι κατά διαφόρους τόπους δικασταί κατά τούτο να εξετάζωσι, δικάζωσι, και καταδικάζωσι τα εγκλήματα». Διευκρινίζει όμως ότι «Οσα δε των εγκλημάτων δεν εμπεριέχονται εις το παρόν Απάνθισμα να κρίνωνται κατά τα Βασιλικά ωσαύτως δε και κατά τους εκδιδομένους από την Διοίκησιν νόμους». Το «Απάνθισμα» παρέμεινε σε ισχύ ένδεκα έτη, μέχρι τις 19 Απριλίου του 1834, όταν τέθηκε σε ισχύ ο Ποινικός Νόμος των Βαυαρών.
Η ψήφιση αυτού του πρόχειρου και ατελούς Ποινικού Κώδικα από τη Β’ Εθνική Συνέλευση ήταν απαραίτητη για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς, ήδη από το 1822 η Επανάσταση φαίνεται να εδραιώνεται σε αρκετές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Από τον Ιανουάριο του ίδιου έτους υπάρχει εκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση, νομοθετικό σώμα, υπουργεία Δικαίου και Αστυνομίας και κρατικές υπηρεσίες συνδεδεμένες με αυτά. Αναγγέλλονται, επιπλέον, δικαστήρια που πρέπει να απονείμουν και ποινική δικαιοσύνη. Αν κρίνουμε από τα στοιχεία που διαθέτουμε τα συχνότερα κακουργήματα ήταν η ληστεία, η πειρατεία και η ανθρωποκτονία που συχνά συνόδευε τα δύο πρώτα. Τα δικαστήρια, βέβαια, δεν λειτουργούν κανονικά μέχρι την περίοδο Καποδίστρια. Ομως ένα οργανωμένο κρατικό μόρφωμα έπρεπε να διαθέτει έστω ένα στοιχειώδες νομοθέτημα ουσιαστικού ποινικού δικαίου.
Ο δεύτερος λόγος είναι η επιθυμία των Επαναστατών, ήδη από το πρώτο Σύνταγμα, να σηματοδοτήσουν όχι μόνο τη σοβαρότητα του εγχειρήματος αλλά και την υιοθέτηση του ευρωπαϊκού θεσμικού κεκτημένου. Πρώτη προτεραιότητα ήταν η οικοδόμηση ενός κράτους δικαίου. Η νομοκρατία («ευνομία») είναι γι’ αυτούς αλληλένδετη με την ελευθερία και ένας Ποινικός Κώδικας αποτελούσε εγγύηση προστασίας του πολίτη από την κρατική αυθαιρεσία, αντανακλούσε τις αρχές του κράτους δικαίου, αποθάρρυνε την αυτοδικία και έθετε την πρόληψη/αποτροπή ως σκοπούς του ποινικού δικαίου, αντί της ανταπόδοσης.
Υπήρχε όμως και ένας τρίτος λόγος. Το ποινικό δίκαιο ήταν απαραίτητο για την επιβολή της επαναστατικής εξουσίας, ως όργανο πολιτικού ελέγχου. Πώς να ταυτιστεί η «Διοίκηση» με τη νομιμότητα χωρίς να υπάρχουν κάπου διατυπωμένοι οι κανόνες προστασίας αυτής της νομιμότητας; Καθώς μάλιστα είχε ξεκινήσει η εμφύλια σύγκρουση, η διοίκηση χρειαζόταν τα θεσμικά εργαλεία ενός κεντρικού, ενιαίου κράτους για να αντιμετωπίσει όσους την αμφισβητούσαν ή δεν την υπολόγιζαν. Γι’ αυτόν τον λόγο η Εθνοσυνέλευση έδωσε σχεδόν άμεση προτεραιότητα στη σύνταξη Ποινικού Κώδικα και έθεσε ασφυκτικές προθεσμίες. Ο κώδικας έπρεπε να ετοιμαστεί έστω πρόχειρα, έστω με συνοπτικές διαδικασίες. Διότι, μεταξύ των άλλων, η Διοίκηση θα χρειαζόταν να αντιμετωπίσει και πολιτικά εγκλήματα. Δεν θα ήθελε να το κάνει χρησιμοποιώντας έννοιες, θεσμούς, κανόνες, διαδικασίες και ποινές ενός δεσποτικού δικαίου.
Πόσο φιλελεύθερο ήταν το «Απάνθισμα» και ποιες ήταν οι πηγές του; Σύμφωνα με τον Γιάννη Μανωλεδάκη το «Απάνθισμα» εξασφαλίζει απόλυτα την «εγγυητική λειτουργία, το βασικό φιλελεύθερο γνώρισμα, του ποινικού δικαίου. […] Δεν προστατεύει συνεπώς ψευτοαγαθά, αλλά γνήσια ατομικά και κοινωνικά αγαθά με πραγματική υπόσταση στον εξωτερικό κόσμο. Και αυτό αποτελεί το κυριότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός φιλελεύθερου ποινικού νομοθετήματος. Είναι ακόμα λόγος φιλελεύθερος στο μέτρο που προστατεύει ρητά και σε μεγάλη έκταση τα ατομικά δικαιώματα του πολίτη, αφιερώνοντας μάλιστα ειδικό κεφάλαιο γι’ αυτόν τον σκοπό». Δεν είναι τυχαίο πως η βασική πηγή του «Απανθίσματος» ήταν το «Περί Εγκλημάτων και Ποινών» του Ιταλού διανοούμενου Τσέζαρε Μπεκαρία.
Οι φιλελεύθεροι της εποχής, όμως, δεν έμειναν ευχαριστημένοι. Θα δούμε το γιατί στο επόμενο σημείωμά μας.
Βρείτε το άρθρο στην kathimerini.gr
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή, στις 04.10.2020 και αποτελεί το δέκατο τέταρτο της σειράς άρθρων για την Επανάσταση του 1821, στο πλαίσιο της συνεργασίας του ΚΕΦίΜ με την εφημερίδα με αφορμή το εκπαιδευτικό προγράμμα : «Ελλάδα 2021: Διακόσια χρόνια από τη Φιλελεύθερη Επανάσταση». Μάθετε περισσότερα εδώ.
Σχετικά άρθρα