Του Τάσου Αβραντίνη*
Από τα διδάγματα της ιστορίας μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία που έχουν τα καλά δημόσια οικονομικά για την ευημερία των ανθρώπων και για την επιβίωση των κρατών.
Εξ αυτών προκύπτουν δύο βασικοί κανόνες· ο κανόνας της καθολικότητας (του πανδήμου) του φόρου και ο κανόνας της καθολικότητας των δαπανών. Σύμφωνα με τον πρώτο κανόνα πρέπει όλοι να συνεισφέρουν αναλόγως των δυνάμεων τους στα δημόσια βάρη. Όλοι; Ναι όλοι ανεξαιρέτως. Γιατί, αυτό επιβάλλει πρωτίστως η δικαιοσύνη. Αλλά, επίσης, όπως έγραφε ήδη ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, όσο περισσότεροι συνεισφέρουν τόσο ελαφρότερο είναι το φορολογικό βάρος για τον κάθε πολίτη αλλά και τόσο περισσότερα εισπράττει το δημόσιο ταμείο. Ο δεύτερος κανόνας επιβάλλει οι δημόσιες δαπάνες να γίνονται για όλους και όχι για ορισμένες κοινωνικές ομάδες. Ο κανόνας του πανδήμου των δαπανών είναι εξίσου σημαντικός καθώς η εφαρμογή του οδηγεί στη συγκράτηση της αύξησης των δημοσίων εξόδων και στον περιορισμό τους σε λογικά όρια.
Κατά τον μεγαλύτερο Έλληνα οικονομολόγο όλων των εποχών καθηγητή Ανδρέα Ανδρεάδη, σκοπίμως λησμονημένο, εξαιτίας των μη δημοφιλών για τους αριστερούς και δεξιούς κρατικιστές απόψεών του, ο φόρος είναι το βαρόμετρο της καλής ή κακής διοικήσεως. Όταν μια χώρα εκτροχιάζεται οικονομικά αυξάνονται οι φόροι κι αυτό αποτελεί ένδειξη ότι η κυβερνητική πολιτική απέτυχε. Το βαρόμετρο αυτό όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει όταν καταργηθεί η καθολικότητα του φόρου. Ο λόγος είναι απλός, στην περίπτωση που δεν συμμετέχουν όλοι οι πολίτες στα δημόσια βάρη τότε η εκάστοτε πλειοψηφία, με την νομοθετική δυνατότητα που έχει, επιρρίπτει τις συνέπειες της κακής διοίκησης στους λίγους και πλέον παραγωγικούς πολίτες. Έτσι δεν αντιλαμβάνονται οι πολλοί τις πραγματικές αιτίες του προβλήματος.
Το μεγαλύτερο μέρος, όσων βρίσκονται σήμερα εντός του κοινοβουλίου, σε ποσοστό ίσως και άνω του 90%, δεν έχει καμμιά απολύτως αναστολή να επιβάλλει συνεχώς νέους φόρους προκειμένου να χρηματοδοτήσει κολοσσιαίες δαπάνες, χωρίς εκείνοι υπέρ των οποίων γίνονται οι δαπάνες να κινδυνεύουν να υποστούν κάποιες συνέπειες γι΄αυτές. Για σκεφτείτε το λίγο, αυξάνονται συνεχώς τα επιδόματα, η φορολογία των ευπορότερων ομάδων, ιδρύονται νέοι κρατικοί φορείς, στο δημόσιο προσλαμβάνουμε με την …οκά νέο προσωπικό –ως επί το πλείστον ανειδίκευτο ή χαμηλών προσόντων-, εντούτοις όμως, δύο κρίσιμα ερωτήματα δεν έχουν τεθεί ποτέ στο δημόσιο διάλογο: πρώτον, ποιος θα χρηματοδοτήσει την αύξηση αυτών των δαπανών και, δεύτερον, εάν όσοι επωφελούνται από αυτές θα φέρουν κάποτε και την ευθύνη των παράλογων και αλόγιστων δαπανών;
Τι οδηγεί με μαθηματική βεβαιότητα σε διόγκωση των δαπανών του κράτους. Η ανεξέλεγκτη πλειοψηφία. Το αίτημα της αύξησης των δαπανών υποστηρίζεται από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, το οποίο πληρώνει ελάχιστους συνολικά φόρους και δεν πληρώνει ποτέ φόρο εισοδήματος. Κομματικοί μηχανισμοί, γραφειοκρατία και προσοδοθηρικές και κοινωνικές ομάδες ανταποδίδουν με την ψήφο τους στις εκλογές το όφελος που εισέπραξαν από τους δημαγωγούς κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους τους. Αυτή δυστυχώς είναι και η μεγαλύτερη αδυναμία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Τα τμήματα του πληθυσμού, τα οποία δια των αντιπροσώπων τους στο κοινοβούλιο ψηφίζουν φόρους απαλλάσσουν τους εαυτούς τους από την υποχρέωση να τους πληρώνουν ενώ είναι αυτοί και μόνο που επωφελούνται αποκλειστικά από τις δαπάνες που οι λίγοι χρηματοδοτούν με τους φόρους τους.
Μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κάποιος τι δυσμενές βάρος και τι αδικία είναι για την μειονότητα των παραγωγικών πολιτών αυτή η θεσμοθετημένη φορολογική ασυλία του 80% έως 90% των φορολογουμένων. Τι βαρύτατη, ακόμη, επίπτωση δημιουργεί στα έσοδα του δημοσίου αλλά το κυριότερο σε τι δημοσιονομική καταστροφή οδηγεί η καθιέρωση υπέρογκων δαπανών προς όφελος κάποιων τμήματων του πληθυσμού.
Οι δύο παραπάνω κανόνες καθιερώνουν την ουδετερότητα των δημοσίων οικονομικών. Η τήρησή τους μέσω ενός αυστηρού συνταγματικού περιορισμού της δυνατότητας της πλειοψηφίας να μεροληπτεί μέσω της φορολογίας υπέρ μιας ομάδας και εις βάρος κάποιας άλλης είναι η μόνη που μπορεί να εξασφαλίσει την μακροημέρευση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Το κείμενο αναδημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέα, από το blog του “Εύδαιμον το ελεύθερον“, όπου δημοσιεύτηκε στις 30 Νοεμβρίου 2020.
Ο Τάσος Αβραντίνης είναι δικηγόρος, Πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Μελετών και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΚΕΦίΜ. Είναι συγγραφέας του βιβλίου “Εκπαίδευση: ελεύθερη επιλογή ή μια γάτα που γαβγίζει“.
Σχετικά άρθρα