Της Ελπίδας Βόγλη*
Εκ πρώτης όψεως κανείς δεν έχει λόγους να ‘φοβάται’ τις δειγματοληπτικές αναπαραστάσεις της κοινωνικής πρόσληψης ενός τμήματος του ιστορικού παρελθόντος που είναι πιθανό να του προσφέρει μια δημοσκόπηση. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αυτή εστιάζεται στην ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης: στο ενδοξότερο και γνωστότερο κομμάτι του εθνικού παρελθόντος, το οποίο διδάσκεται στα σχολεία της επικράτειας, γιορτάζεται και μνημονεύεται κάθε χρόνο, και στην προκειμένη περίπτωση επιλέχθηκε να τεθεί στο πλαίσιο ενός συστηματικά και επιστημονικά επεξεργασμένου ερωτηματολογίου, σε δημόσια ‘διαβούλευση’ με κοινώς αποδεκτά κριτήρια. Πρόκειται για το επίκαιρο ιστορικό θέμα που πρωταγωνιστεί στους κόλπους της λεγόμενης δημόσιας ιστορίας, καθώς πλησιάζει η συμπλήρωση των διακοσίων χρόνων από την έναρξή του.
Είναι σχεδόν βέβαιο λοιπόν ότι το εγχείρημα μιας δημοσκοπικής έρευνας θα παρακινήσει με ευκολία ανθρώπους που κατανοούν την ελληνική γλώσσα (αφού σε αυτήν τη γλώσσα διενεργείται), ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία, το εκπαιδευτικό τους υπόβαθρο, την κοινωνική τους θέση, το εισόδημα ή τα πολιτικά τους φρονήματα, να καταθέσουν (πάντοτε ελεύθερα και ανώνυμα) τις απόψεις τους. Σύμφωνα με αυτήν τη λογική, η διαδικασία διενέργειας μιας δημοσκόπησης μοιάζει να ισοδυναμεί με την κατασκευή ενός μεθοδολογικού εργαλείου που αναμένεται να διευκολύνει τη βαθύτερη κατανόησή μας για τη δυναμική σχέση ανάμεσα σε αυτό που θεωρούμε παρόν και σε εκείνο το παρελθόν, που αναδεικνύουμε στις κοινωνικές και ιστορικές επιστημονικές προσεγγίσεις μας.
Ο πολιτισμός μας, υποστήριζε ο Marc Bloch, αλλά και οι κυρίαρχοι ερμηνευτικοί κώδικες μέσω των οποίων αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο μας και τον εαυτό μας, ειδικά στα σημεία της συναρμογής τους με τα ισχύοντα ‘καθεστώτα ιστορικότητας’ που ενεργοποιεί η ανάλυση του François Hartog, διαποτίζονται από τα μαθηματικά. Οι αριθμοί κυριαρχούν. Όχι επειδή οι ιστορικοί και οι άλλοι επιστήμονες της κοινωνίας και του ανθρώπου ή οι αναγνώστες των έργων τους κατανοούν τη λειτουργικότητά τους. Το αντίθετο μάλλον: όλοι γοητεύονται από τη ‘μαγική’ δύναμή που φαίνεται να ενσωματώνουν οι αριθμοί, προκειμένου να αντικατοπτρίζουν ‘αλήθειες’. Πώς θα πρέπει λοιπόν να διαβάζονται οι αριθμοί μιας δημοσκόπησης για την ιστορία του 1821 και ποιες είναι οι ‘αλήθειες’ που αποκαλύπτουν; Ανάγοντας σε οδηγό μας τις διαπιστώσεις του David Lowenthal για το παρελθόν που πράγματι μοιάζει με ‘άγνωστη χώρα’, την οποία εμείς σήμερα γνωρίζουμε λίγο ή ελάχιστα –παρά το γεγονός ότι την επισκεπτόμαστε καθημερινά, αφού αναπόδραστα παραμένει ζωντανή παντού γύρω μας– θα ήταν προτιμότερο να απαντήσουμε με παραδείγματα.
Η δημοσκόπηση λοιπόν μας πληροφορεί πως η επανάσταση του 1821, πέρα από εθνική, υπήρξε σχεδόν κατά κοινή ομολογία κοινωνικό και φιλελεύθερο αλλά και θρησκευτικό κίνημα – σε μικρότερο βαθμό όμως δημοκρατικό. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο νοηματοδούνται οι παραπάνω όροι στο σύγχρονο λεξιλόγιο παραμένει αδιευκρίνιστος. Επίσης οι περισσότεροι από όσους απάντησαν στις ερωτήσεις αυτής της έρευνας, τον Δεκέμβριο του 2019, δήλωσαν πως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατέχει επάξια τον τίτλο του σημαντικότερου ήρωα με μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο, δηλαδή τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, και από την τρίτη, τη Μπουμπουλίνα, και φυσικά από εκείνους που έπονται στην ιεραρχία – τον Παπαφλέσσα, τον Διάκο, τον Ανδρούτσο, τον Μιαούλη, τον Μπότσαρη, τον Κανάρη και την Μαντώ Μαυρογένους. Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας είναι λίγο σημαντικότερος από τον πρώτο πρωθυπουργό της υπό τα όπλα Ελλάδας (δηλαδή πρόεδρο Εκτελεστικού) Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, αλλά λιγότερο σπουδαίος από τον Δημήτριο Υψηλάντη, τον Παλαιών Πατρών Γερμανό ή τον Ιωάννη Μακρυγιάννη και πολλούς άλλους. Αξίζει μάλιστα να τονιστεί ότι στην τρίτη και τη δέκατη θέση των ‘σημαντικών ηρώων’ τοποθετούνται οι δύο γνωστότερες γυναίκες της Επανάστασης.
Αντίθετα, σύμφωνα με τα πορίσματα της ίδιας δημοσκόπησης, ο ρόλος των παραπάνω δενθεωρείται το ίδιο ‘θετικός’ για την έκβαση του Αγώνα. Ο Καποδίστριας, για παράδειγμα, αποκτά τώρα την τρίτη θέση μετά από τους δύο στρατιωτικούς, τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη, και αυτομάτως την πρώτη θέση μεταξύ των πολιτικών ανδρών. Οι γυναίκες απουσιάζουν ενώ σε αυτήν την ιεραρχία στις τελευταίες θέσεις εμφανίζονται ο Αναστάσιος Πολυζωίδης και ο Ιωάννης Κωλέττης. Ακόμη πιο ενδιαφέρουσες ‘αποκαλύψεις’ των αριθμών είναι οι εξής. Οι σημερινοί Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, απόφοιτοι της πρωτοβάθμιας ή και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ανεξάρτητα από την ηλικία, το εισόδημα ή την ιδεολογία τους, συμφωνούν πως ήταν η ομόδοξη Ρωσία που συνέδραμε με καθοριστικό τρόπο την ελληνική επιτυχία. Αντίθετα, μεταξύ των πρωταγωνιστών στις εμπόλεμες επαρχίες, τον σημαντικότερο ρόλο αποδίδουν στους νησιώτες πλοιοκτήτες πρόκριτους και τον πιο ασήμαντο στους πελοποννήσιους προεστούς – που επίσης συγκαταλέγονται στους κυριότερους χρηματοδότες του κινήματος.
Προφανώς οι αριθμοί που εμφανίζονται στα πορίσματα αυτής, όπως και κάθε άλλης δημοσκόπησης, δεν αποκαλύπτουν πραγματικά μεγέθη. Οι ‘μαγικές’ τους δυνάμεις ανήκουν σε ένα περιβάλλον φαντασιακό παρά αληθινό. Αν ακόμη διατηρούμε την εντύπωση ότι αντικατοπτρίζουν ‘αλήθειες’, θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι κάθε αντικατοπτρισμός ηθελημένα ή τυχαία παραποιεί το αρχικό είδωλο. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, επομένως, οι αριθμοί και κατ’ επέκταση οι κατηγοριοποιήσεις που μπορούν να παράγουν, δεν έχουν καμία μαγική δύναμη, αλλά μόνον την εξής πραγματική: να μας παραπλανούν, υπό τον όρο ότι είμαστε πρόθυμοι να αποδεχόμαστε την παραπλάνησή μας.
Σε διαφορετική περίπτωση όμως αποκτούμε εμείς τη δυνατότητα να ‘συνομιλούμε’ με ένα αρκετά άγνωστο ή και αναξιοποίητο ιστορικό και κοινωνικό εργαλείο, την δημοσκόπηση, που προβάλλεται τώρα στο επίκεντρο της επιστημονικής μεθοδολογίας με εφαλτήριο την έρευνα για το 1821: και είναι πράγματι ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο γιατί μας προσφέρει στοιχεία όχι απαραίτητα για το παρελθόν και τα γεγονότα του, αλλά για το παρόν και τις κυρίαρχες αντιλήψεις του σχετικά με τα όσα συνέβησαν.
Marc Bloch, Απολογία για την ιστορία. Το επάγγελμα του ιστορικού, μτφρ. Κώστας Γαγανάκης, (Αθήνα: Εναλλακτικές εκδόσεις, 1994.)
François Hartog, Καθεστώτα ιστορικότητας. Παροντισμός και εμπειρίες του χρόνου, μτφρ. Δημήτρης Κουσουρής, (Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2003.)
David Lowenthal, The Past is a Foreign Country – Revisited, (Cambridge: Cambridge University Press, 2015.)
Η κα Ελπίδα Κ. Βόγλη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας & Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και μέλος της επιτροπής «Ελλάδα 2021».
Το κείμενο φιλοξενείται και είναι μέρος της ανάλυσης της δημοσκόπησης του ΚΕΦίΜ “Πώς βλέπουν οι Έλληνες την Επανάσταση του 1821”; που δημοσιεύτηκε και παρουσιάστηκε στις 8 Ιουλίου 2020. Βρείτε ολόκληρη την ανάλυση εδώ. Δείτε την έκθεση αποτελεσμάτων της πανελλαδικής δημοσκόπησης.
Σχετικά άρθρα