Του Νίκου Αλιβιζάτου*
-1. Για μένα, τα περισσότερα ευρήματα των δυο δημοσκοπήσεων του ΚΕΦίΜ για το πώς, διακόσια χρόνια μετά, οι σημερινοί Έλληνες βλέπουμε την επανάσταση του 1821 δεν είναι έκπληξη. Γιατί επιβεβαιώνουν την εδραία πεποίθησή μου ότι τρέφουμε ως λαός μια βαθύτατα συγκινησιακή σχέση με την ιστορία μας, την οποία έχουμε την τάση να βλέπουμε αποκομμένη από τις γενικότερες εξελίξεις της συγκεκριμένης εποχής, παγκόσμιες και ευρωπαϊκές. Μύθος και αλήθεια, όπως δείχνουν και οι απαντήσεις στα σχετικά ερωτήματα, συμπλέκονται αξεδιάλυτα, με έναν υπερχειλίζοντα συναισθηματισμό να περιβάλλει με μιαν αχλή λυρισμού και μεγαλείου γεγονότα και πρόσωπα, ειδικά όταν έχουν έντονο το στοιχείο της θυσίας.
-2. Από αυτή την άποψη το ξεκάθαρο διαχρονικό προβάδισμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην κλίμακα των δημοφιλέστερων πρωταγωνιστών της επανάστασης ήταν για μένα πέρα για πέρα αναμενόμενο. Διότι γι’ αυτόν, περισσότερο από κάθε άλλο αγωνιστή του ’21, μας έχει καλλιεργηθεί από το σχολείο η εικόνα του ιδιοφυούς στρατιωτικού ηγέτη, ανυστερόβουλου και γνήσια λαϊκού, ο οποίος όχι μόνο δεν ανταμείφθηκε για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα, αλλά επί πλέον διώχθηκε για τις ιδέες του. Δεν περίμενα, τουναντίον, να βρίσκονται τόσο χαμηλά, στην ίδια κλίμακα, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και, προπάντων, ο Ιωάννης Καποδίστριας. Πίστευα ότι οι πολιτικές ικανότητες του πρώτου και το διπλωματικό δαιμόνιο του δεύτερου θα ισοστάθμιζαν τα «προπατορικά αμαρτήματα» και των δυο, τα οποία δεν ήταν άλλα από την αριστοκρατική καταγωγή, το φράγκικο ντύσιμο και τη δυτικότροπη συμπεριφορά τους.
-3. Δίχως άλλο, τα σχολικά εγχειρίδια είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνα για την απαξίωση των «ετεροχθόνων» έναντι των «αυτοχθόνων» στο συλλογικό μας υποσυνείδητο. Εν τούτοις, η τόσο χαμηλή θέση των πρώτων στην κλίμακα της δημοτικότητας οφείλεται κατά τη γνώμη μου σε ένα βαθύτερο φαινόμενο: τη διαχρονική επικράτηση της λαϊκόστροφης ιστοριογραφίας (Αριστείδης Χατζής), ως πυλώνα της αντίστοιχης λαϊκής κουλτούρας. Αν και η άποψη που υποστηρίζω διαψεύδεται εν μέρει από τη μεγάλη δημοτικότητα που εξακολουθεί να απολαμβάνει ο Γιώργος Σεφέρης, πιστεύω ότι στον συγκερασμό ελληνικότητας και Ευρώπης, που επιχείρησε η Γενιά του Τριάντα, η πρώτη – με εξαίρεση ίσως τον Θεοτοκά – υπερείχε της δεύτερης. Εξ ου και τα όρια του φιλελευθερισμού των περισσότερων εκπροσώπων της.
-4. Το ίδιο δεν με εξέπληξε και το μεγάλο προβάδισμα της Ρωσίας έναντι της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας στις απαντήσεις στο ερώτημα ποια χώρα συνέβαλε αποφασιστικότερα στη θετική έκβαση της επανάστασης. Διαχρονικά – αρχικά λόγω των διαδοχικών ρωσο-τουρκικών πολέμων, στους οποίους βέβαια πολλά οφείλει η ελληνική ανεξαρτησία και, στη συνέχεια, λόγω της ιστορικής αντίθεσης Ρωσίας-Δύσης, από την εποχή του Ναπολέοντα έως τις μέρες μας – το «ξανθό γένος» προηγούνταν στη λαϊκή συμπάθεια. Πολύ περισσότερο που, λόγω ορθοδοξίας, αντιμετωπιζόταν ως «αδελφό γένος». Η συμπάθεια αυτή είναι τόσο περισσότερο εντυπωσιακή που άντεξε ακόμη και κατά τη διάρκεια της σοβιετικής παρένθεσης (1918-1993). Και τούτο, παρά την περιορισμένη απήχηση του κομμουνισμού στην Ελλάδα (με εξαίρεση, βέβαια, τη δεκαετία του 1940). Να λοιπόν άλλη μια εκδήλωση του αντι-δυτικισμού που, κρυφά ή φανερά, διατρέχει τη νεοελληνική ιστορία.
-5. Όσο για το διαχρονικό επίσης – μικρό είναι αλήθεια – προβάδισμα της Γαλλίας έναντι της Μεγάλης Βρετανίας στην ίδια κλίμακα προτιμήσεων, ούτε αυτή θα πρέπει να εκπλήσσει. Παρά τη θυσία του Βύρωνα και τη σπουδαία προσφορά πολλών Βρετανών φιλελλήνων, η «πονηρά Αλβιών» πολύ φοβούμαι ότι εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως καταχθόνια σύμμαχος παρά ως πραγματική φίλη, ο δε Τσόρτσιλ – προς μεγάλη απογοήτευση των πολυάριθμων θαυμαστών του στην Ελλάδα – ως ιμπεριαλιστής παρά ως πρωταγωνιστής της νίκης επί του Χίτλερ και του ναζισμού. Τουναντίον, η Γαλλία θεωρείται από παλιά η συγγενέστερη ιδεολογικά χώρα προς την Ελλάδα, με τους ιακωβίνους να έχουν δυσανάλογα μεγάλο αριθμό θαυμαστών στην Αθήνα (Γιάννης Τασόπουλος).
-6. Ως συνταγματολόγος, τέλος, δεν μπορώ να μην σχολιάσω ένα ακόμη ενδιαφέρον εύρημα των δύο δημοσκοπήσεων: την – καθ’ ομολογία των ίδιων των ερωτηθέντων – περιορισμένη πληροφόρηση για τις τρεις Εθνοσυνελεύσεις της επαναστατικής περιόδου και για τα Συντάγματα που αυτές κατάρτισαν. Το ίδιο και τη χαμηλή εκτίμηση που τα τελευταία απολαμβάνουν. Αυτό και αν ήταν έκπληξη για μένα. Διότι, γνωρίζοντας πολύ καλά πόσο μεγάλη απήχηση είχε ανέκαθεν στη χώρα μας το αίτημα για Σύνταγμα και, αργότερα, η αξίωση για τήρησή του (βλ. το σύνθημα «1-1-4» στη δεκαετία του 1960), ομολογώ πως περίμενα θετικότερη ανταπόκριση στα σχετικά ερωτήματα. Οι αρνητικές απαντήσεις ίσως οφείλονται στην πεποίθηση ότι μπορεί μεν, στην Επίδαυρο, το Άστρος και την Τροιζήνα, να θεσπίστηκαν «καλά» Συντάγματα, πλην όμως αυτά δεν εφαρμόστηκαν, όχι μόνο εξ αιτίας των πολεμικών συνθηκών, αλλά και των τριών ολέθριων εμφυλίων πολέμων της επαναστατικής περιόδου. Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγεί ο χαρακτηρισμός «ανεδαφικά», ο οποίος υπερισχύει όλων των άλλων στις απαντήσεις που δόθηκαν στο ερώτημα για το πώς εκτιμώνται τα επαναστατικά Συντάγματα. Άλλη μιαν ένδειξη για το πόσο χαμηλή εκτίμηση απολαμβάνει, έως τις μέρες μας, η μακρά κοινοβουλευτική μας παράδοση, τη σημασία της οποίας εξακολουθεί να υποτιμά μια μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης στη χώρα μας, με το ανεκδοτολογικά ορθό, αλλά ιστορικο-συγκριτικά κραυγαλέα εσφαλμένο επιχείρημα ότι ήταν πάνω απ’ όλα «φαύλος».
Ο Νίκος Αλιβιζάτος είναι Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το κείμενο φιλοξενείται και είναι μέρος της ανάλυσης της δεύτερης δημοσκόπησης του ΚΕΦίΜ “Πώς βλέπουν οι Έλληνες την Επανάσταση του 1821”; που δημοσιεύτηκε και παρουσιάστηκε τον Μάρτιο του 2021. Βρείτε ολόκληρη την ανάλυση της δημοσκόπησης εδώ. Δείτε την παρουσίση των αποτελεσμάτων της πανελλαδικής δημοσκόπησης.
Σχετικά άρθρα