O μεγάλος φιλόσοφος Karl R. Popper πέθανε πριν 26 χρόνια: στις 17 Σεπτεμβρίου του 1994. Το κείμενο του καθηγητή και μέλους του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΚΕΦίΜ Δημήτρη Δημητράκου που ακολουθεί, δημοσιευμένο στο Ratio Vincit το 2014, είναι αφιερωμένο στη μνήμη του.
Του Δημήτρη Δημητράκου*
Στο κέντρο της φιλοσοφίας του Popper βρίσκεται η έννοια της κριτικής: τόσο στη συμβολή του στη φιλοσοφία της επιστήμης, όσο και στην πολιτική του φιλοσοφία. Γι αυτό και έχει τεράστια σημασία η ιδέα της αλήθειας στο έργο του, δηλαδή, η αντιστοιχία μιας πρότασης ή μιας θεωρίας με την πραγματικότητα.
Για τον Karl Popper η κριτική είναι πάντα προσπάθεια διάψευσης μιας θεωρίας, η ανακάλυψη αδυναμιών σε μια πρόταση για πρακτική δράση. Η κριτική είναι ο αναγκαίος έλεγχος μέσω του οποίου δοκιμάζεται – ελέγχεται – μια τέτοια θεωρία ή πρόταση. Σκοπός είναι η απαλοιφή των αδυναμιών της. Μέσα από την κριτική διορθώνεται και ισχυροποιείται η κρινόμενη θεωρία ή οδηγείται σε απόσυρση και αντικατάστασή της από άλλη, που κρίνεται ικανοποιητικότερη. Στον τομέα της επιστημονικής γνώσης, ασκείται κριτική σε μια θεωρία και κρίνεται η επάρκεια της όταν μπορέσει να ελεγχθεί επαρκώς. Κάποια στιγμή θα αναιρεθεί και θα αντικατασταθεί από άλλη, που θα έχει μεγαλύτερο εξηγητικό περιεχόμενο. Έτσι αναπτύσσεται η επιστημονική γνώση.
Η κριτική, επομένως, κατά τον Popper, είναι απαραίτητη στην γνωστική πρόοδο.[1] Επιπλέον η κριτική συνδέεται με τη διάψευση. Βασική αρχή της κριτικής, όπως είναι γνωστό, είναι ότι δεν απευθύνεται σε πρόσωπα, αλλά σε ιδέες και θεωρίες. Αυτό σημαίνει κάτι περισσότερο: ότι δεν έχει σημασία η προέλευση αυτών των ιδεών ή η σύνδεσή τους με οποιονδήποτε ατομικό ή συλλογικό φορέα, αλλά το αντικειμενικό τους περιεχόμενο. Η κριτική, επομένως, απευθύνεται στον «αντικειμενικό» κόσμο των θεωρητικών δημιουργιών και όχι στον «υποκειμενικό» κόσμο της ιδιωτικής σκέψης ή ψυχολογίας. Δεν στοχεύει σε πρόσωπα, ούτε σε πράξεις ή πράγματα, αλλά σε προτάσεις, υποθέσεις, θεωρίες. Αποτελεί έλεγχο, ως προς την αλήθεια που εκφράζουν.
Στο σημείο αυτό μπορεί να διατυπωθεί η αντίρρηση ότι η κριτική μπορεί να σημαίνει προσπάθεια διάψευσης, αλλά συνηθέστερα εκφράζει την αντίθεση σε κάτι. Και αυτό αφορά κυρίως το πεδίο της πολιτικής, εφόσον εκεί πραγματοποιούνται συγκρούσεις και εκφράζονται αντιθέσεις. Βρισκόμαστε, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, μέσα στη σφαίρα της δράσης μαζί με άλλους συνανθρώπους μας. Η σχέση μαζί τους έχει μια πολιτική διάσταση, εφόσον ζούμε σε οργανωμένες κοινωνίες. Είμαστε, επομένως, πολιτικά όντα, περιστοιχισμένα από την πολιτική, θέλοντας και μη. Η κριτική πρέπει να λάβει υπόψη της αυτή τη διάσταση. Δεν γίνεται «εν πολιτικώ κενώ». Κάθε άνθρωπος είναι πολιτικά εμπλεγμένος, ενεργά ή παθητικά, ασκώντας εξουσία ή ενεργοποιούμενος εναντίον της ή έστω υφιστάμενός την. H κριτική, επομένως, εκφράζει σύγκρουση στην πολιτική, ακόμα και ρήξη, ανατροπή.
Δεν έχω καμιά δυσκολία να δεχθώ ότι η συνύφανση της έννοιας της κριτικής με εκείνη της σύγκρουσης εκφράζει μια βαθύτατη αλήθεια υπέρ της οποίας συνηγορεί η εξέλιξη των ειδών. Ως βιολογικό είδος ο άνθρωπος προσπαθεί να προσαρμοστεί στο περιβάλλον του. Ακριβέστερα, επειδή η έννοια της προσαρμογής είναι προβληματική,[2] πρέπει να πούμε ότι ο άνθρωπος είναι επιλύτης προβλημάτων: επιλύει προβλήματα που αντιμετωπίζει στο περιβάλλον του, όπως όλοι οι βιολογικοί οργανισμοί.[3] Με τη διαφορά ότι ο άνθρωπος δημιουργεί πολιτισμό και τα προβλήματα που επιλύει δεν αφορούν απλώς την επιβίωσή του, αλλά και τη βελτίωση των συνθηκών του βίου του μέσα από συνειδητά δημιουργήματά του, διαφοροποιούμενος με αυτόν τον τρόπο από τα άλλα μέλη του ζωικού βασιλείου.
Πρέπει να δούμε τον ανθρώπινο πολιτισμό ως προέκταση και συνέχεια της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους. Η εξέλιξη του ανθρώπου δεν είναι μόνο βιολογική, αλλά και πολιτιστική και γι’ αυτό λέμε ότι δημιουργεί και καταγράφει την ιστορία του. Ο άνθρωπος, δεν είναι μόνο πλάσμα της ιστορίας, είναι και δημιουργός της.
Αλλά και η πολιτική ιδιότητα του ανθρώπου, είναι συμβατή με τη βιολογική του ιδιότητα. Δεν εννοώ μ’ αυτό ότι η πολιτική έχει ζωική προέλευση. Εννοώ το αντίθετο: μόνο ο άνθρωπος είναι πολιτικό ζώο, αν και όπως έδειξε ο ολλανδός ηθολόγος Frans de Waal, μορφές πολιτικής δραστηριότητας με κάποια έννοια παρατηρούνται και στους χιμπαντζήδες, ίσως και σε άλλους πρωτεύοντες πιθήκους[4].
Ο λειτουργικός ρόλος της εξουσίας και επομένως και της πολιτικής είναι η επίλυση ενός προβλήματος που αποτελεί η ανάγκη ενότητας δράσης ενός ανθρώπινου συνόλου, όταν η πολλαπλότητα δυνατών επιλογών στην εκάστοτε εξεύρεση λύσεων επιβάλλει την υιοθέτηση μιας και μόνης επιλογής που βρίσκει και επιβάλλει μια αρχή, κάθετα από πάνω προς τα κάτω. Ο αγώνας για την απόκτηση και άσκηση της εξουσίας, καθώς και ο αγώνας για την ανατροπή της είναι αναπόδραστα πολιτικός.
Τώρα έρχομαι στο θέμα της διάψευσης και εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα πραγματικά προβλήματα. Η διάψευση δεν έχει αυτονόητο χαρακτήρα. Η σύγχρονη επιστημολογία μας δείχνει ότι καμιά θεωρία δεν διαψεύδεται με αδιάσειστο και οριστικό τρόπο. Αυτό τονίζεται όχι μόνο από την μεταποπεριανή επιστημολογία του Thomas Kuhn[5] και του Ιmre Lakatos[6], αλλά από τον ίδιο τον Karl Popper ήδη από το 1934 όταν έγραψε την («Λογική της επιστημονικής ανακάλυψης»)[7]. Θεωρητικά, επομένως, μπορεί κανείς να επιμείνει εις πείσμα της παρατηρησιακής εμπειρίας και της ετυμηγορίας του περάματος ότι η θεωρία που ενστερνίζεται δεν έχει αναιρεθεί από τα γεγονότα.
Αυτή η εμμονή στη δυνατότητα μη διάψευσης είναι θεωρητικά δυνατή. Όμως, χάνει τη σημασία της αν τη δει κανείς μέσα σε μια ευρύτερη προοπτική η οποία είναι βιολογική. Η διάψευση είναι πειστική όταν έχει βιολογικές συνέπειες. Είναι υποχρεωτικό για όλους να δεχθούν τα πορίσματα της σύγχρονης επιστήμης και επομένως και τις διαψεύσεις επιστημονικά λανθασμένων θεωριών. Η αμφισβήτηση αυτών των πορισμάτων μπορεί να επισύρει ακόμα και το θάνατο, όπως θα συμβεί σε όποιον αμφισβητήσει έμπρακτα την εγκυρότητα του νόμου τον νόμο της παγκόσμιας έλξης. Ο φορέας λανθασμένης θεωρίας, αν είναι πείσμων, θα πεθάνει με το λάθος του[8].
Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η διάψευση στη βιολογική εξέλιξη. Η διάψευση είναι μηχανισμός επιλογής, ενώ η κριτική είναι προσομοίωση (simulation ) της φυσικής απαλοιφής που παρατηρείται στην εξέλιξη των ειδών[9]. Στην τελευταία, έχουμε διάψευση σε κάθε αποτυχημένη προσπάθεια επίλυσης ενός προβλήματος, κάθε ματαίωση προσαρμογής. Μπορούμε, δηλαδή, να θεωρήσουμε ως διάψευση οποιαδήποτε αποτυχία ενός έμβιου οργανισμού να λύσει ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει, είτε ενεργεί συνειδητά, είτε σύμφωνα με ένα πρόγραμμα εγγεγραμμένο στον γενετικό του κώδικα. Το ίδιο ισχύει και με γενικότερες μη επιτυχημένες προσαρμογές ενός ολόκληρου είδους. Η φύση λέει «Όχι» σε τέτοιες προσπάθειες. Ο έμβιος οργανισμός (ή ένας ολόκληρος πληθυσμός) δρα ωσάν να είχε μια «θεωρία» για τον κόσμο του, το περιβάλλον του. Οπότε μια αποτυχία προσαρμογής, μπορεί να θεωρηθεί ως διάψευση μιας τέτοιας «θεωρίας». Μέσα σ’ αυτό το γενικό πλαίσιο η διάψευση μιας θεωρίας στο επίπεδο του ανθρώπινου λόγου είναι μερική περίπτωση προσαρμοστικής αποτυχίας στο επίπεδο της θεωρητικής γνώσης.
Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να πει κανείς ότι η θεωρητική γνώση του ανθρώπου εξελίσσεται όπως τα είδη. Η ανάπτυξή της γίνεται μέσα από τυχαίες μεταλλαγές (random mutations) και επιλεκτική διατήρηση (selective retention). Και στις δύο περιπτώσεις οι «θεωρίες» παίζουν ρόλο προσδοκιών όσον αφορά κανονικότητες του περιβάλλοντος. Τα βιολογικά είδη έχουν εγγεγραμμένα στον γενετικό τους κώδικα προσδοκίες που αφορούν κανονικότητες του περιβάλλοντός τους, ακριβώς όπως μέσα από υποθέσεις και θεωρίες, ο άνθρωπος σχηματίζει τέτοιες προσδοκίες. Μια υπόθεση για τη δομή του σύμπαντος αντιστοιχεί σε με μια προσδοκία κανονικότητας σε καθολική βάση, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους έμβιους οργανισμούς.
Με την ευρύτερη αυτή έννοια οι έμβιοι οργανισμοί συμπεριφέρονται ωσάν να υπέβαλαν ερωτήματα ή να διατύπωναν «θεωρίες» στο περιβάλλον και εκείνο με τη σειρά του προβαίνει σε διαψεύσεις που παίρνουν τη μορφή εξαφάνισης του ατομικού φορέα ή και ολόκληρου του είδους. Οι έμβιοι οργανισμοί πεθαίνουν μαζί με τα λάθη τους. Η εξέλιξη των ειδών είναι, με την έννοια αυτή, μια διαδοχή υποθέσεων και διαψεύσεων, ακριβώς όπως και η ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης[10].
Aυτή είναι η ετυμηγορία της σύγχρονης εξελικτικής επιστημολογίας, αλλά και της φιλοσοφίας της βιολογίας[11]. Μέσα σ’ αυτό το γενικό πλαίσιο η διάψευση μιας θεωρίας στο επίπεδο του ανθρώπινου λόγου είναι μερική περίπτωση προσαρμοστικής αποτυχίας στο επίπεδο της θεωρητικής γνώσης. Με την ευρύτερη αυτή έννοια το περιβάλλον καταδικάζει με τον τρόπο του τα λάθη προσαρμογής ενός ατομικού φορέα, ενός πληθυσμού ή ενός είδους. Το βασικό είναι ότι και εδώ ισχύει η ασυμμετρία μεταξύ διάψευσης και επαλήθευσης[12]. Η φύση (ή το περιβάλλον) δεν απαντάει με κανένα επαληθευτικό «ναι», αλλά με «όχι» ή με σιωπή. Και η σιωπή δεν τεκμαίρει κατάφαση, αλλά μη αντίρρηση προς το παρόν, δηλαδή μια προσωρινή αναγνώριση του συμβατού μεταξύ μιας κατάστασης και μιας άλλης, μέχρι νεωτέρας εξελίξεως. Όπως γράφει ο ιστορικός και φιλόσοφος Peter Munz: «Μπορεί να παρατηρηθεί όλο το φαινόμενο της εξέλιξης ως πρόοδος της γνώσης όπου το περιβάλλον επιλέγει εκείνο που είναι συμβατό (compatible) με αυτό ώστε το τελευταίο στάδιο να περιέχει γνώση πάνω στο προηγούμενο στάδιο». [13]
H διάψευση σ’ αυτές τις περιπτώσεις σημαίνει ότι μια παγιωμένη θεωρία, ενσωματωμένη σε έναν οργανισμό, αναιρείται μαζί με το φορέα της. Η αναίρεση πραγματοποιείται en bloc: μαζί με το ξερό καίγεται και το χλωρό. Μαζί με τη λαθεμένη «θεωρία» χάνεται και ο φορέας της. Αυτό αποφεύγει ο άνθρωπος, χάρη στην χρήση της γλώσσας. Η ανθρώπινη γλώσσα, πέρα από τις λειτουργίες της ως μέσου έκφρασης και περιγραφής, έχει και μια πρόσθετη λειτουργία, που τονίζεται από τον Popper, και αυτή είναι επιχειρηματολογική. Μια γλωσσικά διατυπωμένη σκέψη σε μορφή πρότασης – ή συνόλου προτάσεων – προσφέρεται ως αντικείμενο κριτικής συζήτησης. Μπορεί κανείς να αναφερθεί σ’ αυτήν με άλλες προτάσεις και να αποτιμήσει την αλήθεια της. Και στη συνέχεια, μπορεί κάποιος άλλος να αξιολογήσει το κατά πόσον το επιχείρημα είναι έγκυρο, αν έχει λογική συγκρότηση, αν ανταποκρίνεται στα πράγματα. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να εξαλειφθούν οι ενδεχόμενες ανεπάρκειες μιας υπόθεσης ή πρότασης δράσης. Η διάψευση μιας γλωσσικής πρότασης έχει έναν εξαλειπτικό ρόλο, χωρίς, όμως, να εξαλείφεται ο φορέας της, χωρίς να εξαφανίζεται με το λάθος του, όπως γίνεται στην εξέλιξη μέσω φυσικής επιλογής. Η ανθρώπινη εξέλιξη -γνωστική και κοινωνική – εντάσσεται με τον τρόπο αυτόν σε ένα πλαίσιο όχι φυσικής επιλογής, αλλά επιλογής μέσω ορθολογικής κριτικής.[14]
Η διάψευση λειτουργεί μέσα στη ζωή, μέσα στη φύση, όπως βλέπουμε. Ο προτασιακός λογισμός μας βοηθάει να δώσουμε ακριβέστερη μορφή για δική μας θεωρητική χρήση στη διάψευση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο βιεννέζος φιλόσοφος θεωρεί τη λογική ως όργανο της κριτικής (organon of criticism). [15] Xρησιμεύει κυρίως για διάψευση θεωριών όταν ανακαλύπτονται λάθη σ ’αυτές. Όμως, αυτή η μορφή διάψευσης αποτελεί μια μερική περίπτωση της γενικότερης διάψευσης που απαντάται σε όλο το πεδίο της βιολογικής εξέλιξης. Ο Einstein, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Popper, διαφέρει από πλευράς γνώσης από την αμοιβάδα μόνο κατά τούτο: ότι αναζητεί συνειδητά την εξάλειψη των σφαλμάτων στη θεωρία του, ότι στέκεται κριτικά απέναντί της. [16]
Και εδώ μπορεί να προβληθεί μια αντίρρηση. Η εμμονή στο δόγμα μπορεί να διαιωνιστεί. Και αυτό αφορά όχι μόνο ιδεολογίες, αλλά και επιστημονικές θεωρίες.
Η διάψευση συμπαρασύρει και τους «σκληρούς πυρήνες» των θεωριών κατά την ορολογία του Ιmre Lakatos[17]. Τότε είναι που μέσα από μια διάψευση βιώνεται ένα βαθύτατο ασυμβίβαστο: διαπιστώνεται ότι μια γενικότερη θεώρηση, μια βιωμένη κοσμοθεωρία δεν είναι συμβατή με κάτι καινούργιο, δεν ανταποκρίνεται σε ένα σημαντικό πρόβλημα που καλείται να λύσει.
Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορούμε να έχουμε μεγάλες θεωρητικές ανατροπές. Ένας καθιερωμένος τρόπος σκέψης και δράσης, μια παγιωμένη μήτρα γνώσης, ίσως και μια ολόκληρη κοσμοθεωρία, δεν επαρκεί για μια πραγματική επιστημονική καινοτομία. Το «παράδειγμα» στο οποίο αναφέρεται ο Τhomas Kuhn[18] – που δεν είναι άλλο από την επιστημονική ορθοδοξία – υφίσταται ανατροπή. Αλλά υπάρχει πάντα η δυνατότητα εμμονής στο επιστημονικό δόγμα: ακόμα και αν δεν λαμβάνεται επίσημα η απόφαση να κηρυχθεί «μη αναιρέσιμος» ο πυρήνας μιας θεωρίας, μπορούν τα μέλη μιας επιστημονικής κοινότητας να συμπεριφέρονται ωσάν να είχε παρθεί μια τέτοια απόφαση.[19]
Σ ’αυτό η επιστημολογία του Lakatos δεν διαφέρει πολύ από εκείνη του Kuhn, εφόσον εναπόκειται στα μέλη της επιστημονικής κοινότητας να αποφανθούν κυρίαρχα πάνω στην ισχύ μιας επιστημονικής θεωρίας, είτε εντός ενός «επιστημονικού προγράμματος έρευνας» κατά τον πρώτο, είτε εντός ενός «παραδείγματος» κατά τον δεύτερο. Και οι δύο διαφέρουν ριζικά από την επιστημολογία του Karl Popper. Ο τελευταίος αποκλείει ως επιστημονικά αντιδεοντολογικές οποιεσδήποτε τροποποιήσεις επιστημονικών θεωριών, μέσα από την εμβόλιμη εισαγωγή βοηθητικών ή ad hoc υποθέσεων[20]. Για τον συγγραφέα της Λογικής της επιστημονικής ανακάλυψης, αυτές οι προσπάθειες αποτελούν επιστημολογικά πονηρεύματα που σκοπό έχουν να ανοσοποιήσουν μια θεωρία κατά της κριτικής και ενδεχόμενης διάψευσης[21]. Με τον τρόπο αυτό επιβιώνουν πλασματικά πολλές θεωρίες που θα είχαν άλλως πεθάνει από καιρό.
Στο κοινωνικό επίπεδο επίσης πραγματοποιείται η ίδια δογματική παγίωση, η οποία έχει άμεση σχέση με την εξουσία. Το πρόβλημα που έρχεται να λύσει η εξουσία είναι η επιβολή μιας ενιαίας φόρμουλας που έχει ως προϋπόθεση την ενότητα της φυλής, την κοινωνική συνοχή μέσα από την κάθετη, ιεραρχική σχέση μεταξύ εξουσιαστικής αρχής και των κυβερνωμένων ατόμων. Στις παραδοσιακές κοινωνίες, η οργάνωση της εξουσίας απαιτεί το δογματισμό, διότι η γνώση έχει αποκλειστικά αυτήν τη λειτουργία και γι’ αυτόν το λόγο δεν μπορεί να έχει ουδέτερο χαρακτήρα. Το δόγμα στηρίζει ένα καθεστώς ή μια ιεραρχία. Ο λειτουργικός του ρόλος είναι η νομιμοποίηση της εξουσίας και των λύσεων που αυτή δίνει στα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει.
Η δογματική αυτή εμπέδωση σημαίνει ότι η γνώση στις κλειστές, παραδοσιακές κοινωνίες αντιγράφει τη βιολογική ενσωμάτωση μορφών γνώσης στο γενετικό κώδικα του έμβιου οργανισμού. Οι γνώσεις αυτές ταυτίζονται με προσδοκίες όσον αφορά κανονικότητες του περιβάλλοντος και έχουν συμπαγή και αναλλοίωτο χαρακτήρα. Τον ίδιο χαρακτήρα αναζητεί να έχει και η εξουσία και οι κανόνες που θεσπίζει πρέπει να παραμένουν αδιασάλευτοι. Θα μπορούσε, επομένως, να αποφανθεί κάποιος, ότι ένα επιστημονικό ή θρησκευτικό πλέγμα ιδεών μπορεί να λειτουργήσει ως δόγμα στο οποίο πιστεύουν οι πιστοί και που θα είναι απόλυτα στεγανό – ανοσοποιημένο κατά οποιασδήποτε κριτικής. Οι πιστοί του θα παραμείνουν αμετακίνητοι για πάντα.
Η δογματική εμμονή, όμως, έχει τα όρια της. Τόσο στη φιλοσοφία και την επιστήμη όσο και στην κοινωνική και πολιτική ζωή, η πεισματική εμμονή ενάντια στην ετυμηγορία των δεδομένων της εμπειρίας είναι μια πολυτέλεια από την οποία παραιτείται κανείς σε στιγμές αιχμής, εκτός αν αποφασίσει να θυσιάσει τη ζωή του για χάρη της ή αν εξαπατηθεί σκόπιμα από όσους έχουν να αντλήσουν οφέλη από μια τέτοια απάτη.
Αυτό γίνεται συνήθως από όσους ασκούν αδιαφανή εξουσία. Ο Bertrand Russell αναφέρει σ’ αυτήν τη συνάφεια την περίπτωση της Βρετανο-Θιβετιανής σύγκρουσης του 1905. Όταν βρετανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο Θιβέτ εκείνο τον καιρό υπό τον Francis Younghusband, οι Θιβετιανοί λάμα διαβεβαίωσαν τους συμπατριώτες τους ότι είχαν «μαγέψει» τις σφαίρες των αντιπάλων οι οποίες είχαν καταστεί ακίνδυνες. Η κοινή πίστη των Θιβετιανών στρατιωτών σ’ αυτήν τη διαβεβαίωση τόνωσε το ηθικό τους. Όσο μεγάλο, όμως, κι αν ήταν το σθένος τους, οι σφαίρες των Άγγλων παρέμειναν αμάγευτες και θανατηφόρες, με αποτέλεσμα να ηττηθούν τα Θιβετιανά στρατεύματα και να υποστούν βαρύτατες απώλειες[22].
Ανάλογες είναι και οι απώλειες που υφίσταται η κοινωνία κάτω από λιγότερο δραματικές συνθήκες όταν διαπράττονται λάθη που οφείλονται σε συλλογικές ψευδαισθήσεις ή προκαταλήψεις που ανάγονται σε δόγμα. Όταν συμβαίνει αυτό, το κόστος που υφίσταται ο ατομικός ή (συνηθέστερα) ο συλλογικός φορέας για το λάθος του, το κόστος της διάψευσης, μ’ άλλα λόγια, είναι πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που εξασφαλίζεται δια του λόγου, με τη διπλή έννοια της ratio et oratio για να θυμηθούμε τη φόρμουλα του Κικέρωνα.
Όπως είδαμε, ο δογματισμός όσο και ο συμπαγής και ιεραρχικός χαρακτήρας της εξουσίας έρχονται να λύσουν ένα συγκεκριμένο πρόβλημα στις «κατηχητικές κοινωνίες», όπως ονομάζει ο Peter Munz τις κλειστές κοινότητες, όπου ο ενωτικός ιστός τους καθορίζεται από μια ενιαία και αμετάβλητη πίστη. [23] Το πρόβλημα αυτό είναι η συλλογική ασφάλεια υπό ενιαία ηγεσία και ενιαίο σύστημα πεποιθήσεων. Η ισχύουσα ορθοδοξία απολαμβάνει το προνόμιο του γνωσιακού προστατευτισμού. Συγχρόνως η εξουσία είναι οργανωμένη κάθετα και ιεραρχικά, πράγμα που επηρεάζει αποφασιστικά τις νοοτροπίες που κρυσταλλώνονται στις παραδοσιακές κοινωνίες, όπως έδειξε ο ανθρωπολόγος Louis Dumont στην κλασική του μελέτη πάνω στην ινδική κοινωνία[24].
Στην προσπάθεια του να λύσει αυτό το πρόβλημα ο άνθρωπος ουσιαστικά μιμείται την δογματική ενσωμάτωση της «γνώσης» στο γονιδίωμα και τον μόνιμο χαρακτήρα του γενότυπου σε έναν έμβιο οργανισμό. Μοιάζει σαν να ακολουθεί η ένταξη του ανθρώπου στην πολιτική το βιολογικό πρότυπο. Ίσως αυτό να ενέπνευσε ορισμένους πολιτικούς φιλοσόφους στη χρήση ορισμένων οργανισμικών μεταφορών στα αυταρχικά πολιτικά τους σχήματα (Πλάτων, πολιτικά σχήματα που απαντώνται σε ορισμένους φιλοσόφους από τον Πλάτωνα μέχρι τον Thomas Hobbes).
Το σημαντικό είναι ότι αυτή η ροπή απαντάται σε όλες τις οργανωμένες κοινωνίες σε μια φάση της ανθρώπινης εξέλιξης, σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές του κόσμου. Όλες οι κοινωνίες είναι ή ήταν κάποτε ιεραρχικές και «κατηχητικές». Η επικράτηση του δογματισμού και της κάθετης κοινωνικής οργάνωσης έχει καθολικό χαρακτήρα διότι έρχεται να λύσει ένα πρόβλημα κοινό για όλους τους ανθρώπους, που είναι η ατομική ασφάλεια, αλλά και η συλλογική εξασφάλιση του πολιτισμένου βίου, όπως έδειξε πρώτος ο Hobbes[25].
Βασική προσπάθεια εναντίωσης στο δογματισμό είναι η φιλοσοφία σε συνδυασμό με την ορθολογική σκέψη. Δεν νομίζω να είναι τυχαίο ότι γεννήθηκε και αναπτύχθηκε σε εμπορικές κοινωνίες της αρχαιότητας, ανοιχτές στον εξωτερικό κόσμο, στην Ιωνία και την Κάτω Ιταλία, και κυρίως στην Αθήνα. Η σύγχρονη φιλοσοφία αποτελεί φυσική συνέχεια της, τουλάχιστον από τον Καρτέσιο κι έπειτα. Η σκέψη αυτή αρνείται το δόγμα και αναζητεί την αλήθεια μέσα από την ανοιχτή συζήτηση, την λογική διερεύνηση μιας εξήγησης του κόσμου. Βασικό χαρακτηριστικό της είναι το ότι στηρίζεται στην επάρκεια του Λόγου.
Όμως οι απαντήσεις που προσφέρει η φιλοσοφία στα ερωτήματα που θέτει δεν είναι ποτέ οριστικές ή πλήρεις. Το έδαφός της δεν έχει τη στερεότητα που επιζητεί ο κοινός νους, ενώ ταυτόχρονα δεν διστάζει να αμφισβητήσει το κύρος αυθεντιών ή τις κατεστημένες βεβαιότητες οποιασδήποτε ορθοδοξίας. Η φιλοσοφία θέτει σε αμφισβήτηση τις νοητικές συνήθειες του καθενός, τις συνειδητές και ασύνειδες παραδοχές μας ή τις υπόρρητες αρχές των πράξεών μας. Ο φιλόσοφος έρχεται επομένως να παλέψει με τον κοινό νου, αν θεωρήσουμε ότι αυτός περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και το σύνολο των «αυτονόητων» [26] βεβαιοτήτων του καθενός, αλλά και με το δογματισμό.
Οι πρώτοι φιλόσοφοι της αρχαιότητας ήταν εκείνοι οι σοφοί, οι πολυμαθείς του ελληνικού κόσμου που τόλμησαν να αντιτάξουν εναλλακτικές κοσμοθεωρίες σ’ αυτές που είχαν δημιουργηθεί μέσα από τους μύθους και είχαν κατασταλάξει ως πάγιες πεποιθήσεις στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Ήδη αυτή τους η πρωτοβουλία τους τοποθετεί πέρα από τους σοφούς με την ανατολική έννοια, που είναι μέχρι σήμερα εκείνοι οι άνθρωποι που επιλέγουν την απομόνωση η οποία συνδέεται με τη σοφία που τους αποδίδεται και που στις παραδοσιακές κοινωνίες έχουν συγκεκριμένη λειτουργία, όπως έδειξε ο Louis Dumont [27].
Όμως η φιλοσοφική σκέψη, με την έννοια που επικράτησε τελικά και επικρατεί μέχρι σήμερα, γεννιέται με τον Σωκράτη. Tότε είναι που ο φιλοσοφικός στοχασμός δίνει στον εαυτό του τη δυνατότητα της ριζικής αμφισβήτησης των πάντων, ακόμα και των κατεστημένων αυθεντιών που ήταν οι σοφοί της εποχής. Είναι καταστατικά αντίθετος στον κομφορμισμό και την υποταγή στην παράδοση. Επιπλέον αναγνωρίζει την κριτική σκέψη ως τη μόνη νόμιμη και τη λογική ως όργανο της τελευταίας. Αυτή η νομιμοποιητική αρμοδιότητα που αποδίδει στην κριτική σκέψη ο φιλόσοφος προσδίδει στη δραστηριότητά του πραγματικά επαναστατικό χαρακτήρα και συγχρόνως εξηγεί την εχθρότητα που προκαλεί σε πολλούς ανθρώπους, όπως τονίζει ο Isaiah Berlin.[28]
Η παρουσία της φιλοσοφίας στον κόσμο σημαίνει πολύ περισσότερο από τη δυνατότητα του ανθρώπου να σκέπτεται πάνω στη σκέψη του. Σημαίνει πριν από όλα ότι υπερνικά την έμφυτη αδυναμία του μέσα σε έναν εχθρικό εξωτερικό κόσμο, αποδεχόμενος την επάρκεια του Λόγου. Σημαίνει, δηλαδή ότι από το γεγονός και μόνο της δυνατότητας έλλογης σκέψης, παράγεται και η δυνατότητα έγκυρης γνώσης, ακόμα και υπό συνθήκες βασικής άγνοιας για τον κόσμο, από τη στιγμή που η άγνοια αυτή συνειδητοποιείται, πράγμα που αποτελεί την αφετηρία για τον λογισμό του Σωκράτη. Με αυτή την έννοια η φιλοσοφία είναι το κατ’ εξοχήν προνόμιο του ανθρώπου, όπως το περιέγραψε ο Πλάτων με μεγάλη ενάργεια στον Τίμαιο: «Από εκεί προσλάβαμε τη φιλοσοφία, που είναι αγαθό που υπήρξε που μεγαλύτερό της δεν υπήρξε, ούτε θα υπάρξει και που είναι δώρημα των θεών προς το γένος των θνητών». [29]
Ο Πλάτων υμνεί με τον γλαφυρό του τρόπο τη φιλοσοφία ως μέσο απόκτησης αυθεντικής γνώσης. Η γνώση, βέβαια, είναι δύναμη, κατά τον Francis Bacon[30]. Όμως, η φιλοσοφία δεν μας προσφέρει δύναμη με την έννοια της παραγωγής ηθελημένων αποτελεσμάτων, κατά τον ορισμό του Russell
Σχετικά άρθρα