Της Χριστίνας Κουλούρη*
Η κυρίαρχη άποψη για την Ελληνική Επανάσταση, όπως αποτυπώνεται στη δημοσκόπηση που διεξήχθη τον Δεκέμβριο 2020, δεν είναι συγκυριακή και εφήμερη αλλά έχει διαμορφωθεί σταδιακά μέσα από τις ιστορικές εμπειρίες του ελληνικού κράτους από τη στιγμή της θεμελίωσής του. Έχει μάλιστα αποκτήσει χαρακτηριστικά αδιαμφισβήτητου Κανόνα, ο οποίος, όπως δείχνει η ιστορική έρευνα, δεν επιβλήθηκε «από τα πάνω» αλλά υπήρξε προϊόν διεργασιών που προήλθαν και «από τα κάτω», δηλαδή από την ίδια την κοινωνία και τις ποικίλες ομάδες που την συναπαρτίζουν. Αυτός ο Κανόνας συντίθεται από «τόπους μνήμης», υλικούς και συμβολικούς, για να χρησιμοποιήσουμε τον ευρηματικό όρο του Γάλλου ιστορικού Pierre Nora. «Τόποι μνήμης» είναι, για παράδειγμα, η επέτειος της 25ης Μαρτίου, οι ανδριάντες των πρωταγωνιστών της Επανάστασης, τα ιστορικά δρώμενα του Λυκείου των Ελληνίδων, το «πάνθεον» των ηρώων κ.ά. Τα ερωτήματα που τίθενται αφορούν τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες συγκροτήθηκαν αυτοί οι «τόποι μνήμης», την επιλογή κάποιων και την αποσιώπηση άλλων, τη σύγκρουση και τη συναίνεση γύρω από πρόσωπα και γεγονότα, τη διαλεκτική σχέση μύθου και ιστορίας.
Τα ευρήματα της δημοσκόπησης επομένως θα μείνουν «βουβά» και περιορισμένα στο επίπεδο των διαπιστώσεων, αν δεν επιχειρήσουμε να τα ερμηνεύσουμε λαμβάνοντας υπόψη σειρά ιστορικών παραγόντων και συνθηκών. Γνωρίζουμε ότι η εικόνα που έχουμε για το παρελθόν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το παρόν μέσα στο οποίο ζούμε. Η προσέγγιση αυτή αφορά περισσότερο πρόσφατα και τραυματικά γεγονότα, όπως ο Εμφύλιος Πόλεμος, των οποίων η πρόσληψη παραμένει διχαστική και συγκινησιακά φορτισμένη. Η Ελληνική Επανάσταση αποτελεί πλέον ένα απομακρυσμένο ιστορικό γεγονός στη μνήμη του οποίου δεν εμπλέκεται το συναίσθημα που χαρακτηρίζει την επικοινωνιακή μνήμη. Εμπλέκονται όμως οι πολιτικές πεποιθήσεις των ερωτωμένων, το μορφωτικό τους επίπεδο και η κοινωνική τους θέση, εν μέρει και η ηλικία, όχι όμως το φύλο. Το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει μόλις βγει από τη λεγόμενη «εποχή των μνημονίων» και μια μακρά οικονομική κρίση που δοκίμασε τη σχέση μας με την Ευρώπη αντανακλάται αναπόφευκτα στις απαντήσεις για τα δάνεια της Επανάστασης ή τον ρόλο των ξένων Δυνάμεων στην ελληνική ανεξαρτησία. Για μια ακόμη φορά, η Ρωσία εμφανίζεται να θεωρείται ως η ξένη Δύναμη που συνέβαλε στην επιτυχή έκβαση της Επανάστασης, σε πείσμα των ιστορικών γεγονότων. Η άποψη αυτή έχει βαθιές ιστορικές ρίζες, από την εποχή πριν από την Επανάσταση, όταν κυκλοφορούσαν προφητείες για το «ξανθό γένος», επιβίωσε μέσα από το «ρωσικό κόμμα» και τη φιλορθόδοξη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας και ανανεώθηκε πολλές φορές μέσα στον 20ό αιώνα από αντίθετους ιδεολογικούς χώρους, τόσο τη συντηρητική δεξιά όσο και την κομμουνιστική αριστερά. Είναι σημαντικό, νομίζω, να καταλάβουμε πού οφείλονται οι συγκλίσεις της κοινωνίας μας γύρω από την εικόνα του Εικοσιένα και των ηρώων του και να αποδεχθούμε ότι τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται σε έναν ήρωα ποικίλλουν ανάλογα με την πολιτική και κοινωνική θέση των ερωτωμένων.
Οι διχασμοί γύρω από την Ελληνική Επανάσταση αφορούσαν, τις πρώτες δεκαετίες του ελληνικού κράτους, την αντιπαλότητα διαφόρων κοινωνικών και τοπικών ομάδων, η οποία αντανακλούσε τις εμφύλιες συγκρούσεις στη διάρκεια του Αγώνα για την Ανεξαρτησία. Μωραΐτες και Ρουμελιώτες, ρωσόφιλοι και αγγλόφιλοι, Υδραίοι και Επτανήσιοι, οπλαρχηγοί και προεστοί αναμετρήθηκαν στην αρένα της ιστορικής μνήμης ώστε να καθορίσουν εκείνοι τον τρόπο που το Εικοσιένα θα εντασσόταν στην εθνική μας ιστορία. Τότε οικοδομήθηκε, για παράδειγμα, η ιεράρχηση των ηρώων, με τον Κολοκοτρώνη να κατακτά ένα προβάδισμα που κανένας δεν θα του αμφισβητήσει μέχρι σήμερα. Από τον Μεσοπόλεμο, οι διχασμοί απεικονίζουν άλλες πολιτικές συγκρούσεις οι οποίες σχηματικά αναφέρονται στον μείζονα διχασμό μεταξύ «Δεξιάς» και «Αριστεράς». Τότε το έργο του Γιάνη Κορδάτου (Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, έκδ. 1924) αμφισβήτησε την κυρίαρχη άποψη για την Ελληνική Επανάσταση, μια ιδεολογική κληρονομιά που ανιχνεύεται στη σημερινή δημοσκόπηση, όπου οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ είναι εκείνοι που κατεξοχήν αμφισβητούν τον θετικό ρόλο τόσο της Εκκλησίας όσο και των προεστών.
Η κυρίαρχη άποψη για την Ελληνική Επανάσταση, όπως αποτυπώνεται στη δημοσκόπηση που διεξήχθη τον Δεκέμβριο 2020, δεν είναι συγκυριακή και εφήμερη αλλά έχει διαμορφωθεί σταδιακά μέσα από τις ιστορικές εμπειρίες του ελληνικού κράτους από τη στιγμή της θεμελίωσής του. Έχει μάλιστα αποκτήσει χαρακτηριστικά αδιαμφισβήτητου Κανόνα, ο οποίος, όπως δείχνει η ιστορική έρευνα, δεν επιβλήθηκε «από τα πάνω» αλλά υπήρξε προϊόν διεργασιών που προήλθαν και «από τα κάτω», δηλαδή από την ίδια την κοινωνία και τις ποικίλες ομάδες που την συναπαρτίζουν. Αυτός ο Κανόνας συντίθεται από «τόπους μνήμης», υλικούς και συμβολικούς, για να χρησιμοποιήσουμε τον ευρηματικό όρο του Γάλλου ιστορικού Pierre Nora. «Τόποι μνήμης» είναι, για παράδειγμα, η επέτειος της 25ης Μαρτίου, οι ανδριάντες των πρωταγωνιστών της Επανάστασης, τα ιστορικά δρώμενα του Λυκείου των Ελληνίδων, το «πάνθεον» των ηρώων κ.ά. Τα ερωτήματα που τίθενται αφορούν τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες συγκροτήθηκαν αυτοί οι «τόποι μνήμης», την επιλογή κάποιων και την αποσιώπηση άλλων, τη σύγκρουση και τη συναίνεση γύρω από πρόσωπα και γεγονότα, τη διαλεκτική σχέση μύθου και ιστορίας.
Τα ευρήματα της δημοσκόπησης επομένως θα μείνουν «βουβά» και περιορισμένα στο επίπεδο των διαπιστώσεων, αν δεν επιχειρήσουμε να τα ερμηνεύσουμε λαμβάνοντας υπόψη σειρά ιστορικών παραγόντων και συνθηκών. Γνωρίζουμε ότι η εικόνα που έχουμε για το παρελθόν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το παρόν μέσα στο οποίο ζούμε. Η προσέγγιση αυτή αφορά περισσότερο πρόσφατα και τραυματικά γεγονότα, όπως ο Εμφύλιος Πόλεμος, των οποίων η πρόσληψη παραμένει διχαστική και συγκινησιακά φορτισμένη. Η Ελληνική Επανάσταση αποτελεί πλέον ένα απομακρυσμένο ιστορικό γεγονός στη μνήμη του οποίου δεν εμπλέκεται το συναίσθημα που χαρακτηρίζει την επικοινωνιακή μνήμη. Εμπλέκονται όμως οι πολιτικές πεποιθήσεις των ερωτωμένων, το μορφωτικό τους επίπεδο και η κοινωνική τους θέση, εν μέρει και η ηλικία, όχι όμως το φύλο. Το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει μόλις βγει από τη λεγόμενη «εποχή των μνημονίων» και μια μακρά οικονομική κρίση που δοκίμασε τη σχέση μας με την Ευρώπη αντανακλάται αναπόφευκτα στις απαντήσεις για τα δάνεια της Επανάστασης ή τον ρόλο των ξένων Δυνάμεων στην ελληνική ανεξαρτησία. Για μια ακόμη φορά, η Ρωσία εμφανίζεται να θεωρείται ως η ξένη Δύναμη που συνέβαλε στην επιτυχή έκβαση της Επανάστασης, σε πείσμα των ιστορικών γεγονότων. Η άποψη αυτή έχει βαθιές ιστορικές ρίζες, από την εποχή πριν από την Επανάσταση, όταν κυκλοφορούσαν προφητείες για το «ξανθό γένος», επιβίωσε μέσα από το «ρωσικό κόμμα» και τη φιλορθόδοξη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας και ανανεώθηκε πολλές φορές μέσα στον 20ό αιώνα από αντίθετους ιδεολογικούς χώρους, τόσο τη συντηρητική δεξιά όσο και την κομμουνιστική αριστερά. Είναι σημαντικό, νομίζω, να καταλάβουμε πού οφείλονται οι συγκλίσεις της κοινωνίας μας γύρω από την εικόνα του Εικοσιένα και των ηρώων του και να αποδεχθούμε ότι τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται σε έναν ήρωα ποικίλλουν ανάλογα με την πολιτική και κοινωνική θέση των ερωτωμένων.
Οι διχασμοί γύρω από την Ελληνική Επανάσταση αφορούσαν, τις πρώτες δεκαετίες του ελληνικού κράτους, την αντιπαλότητα διαφόρων κοινωνικών και τοπικών ομάδων, η οποία αντανακλούσε τις εμφύλιες συγκρούσεις στη διάρκεια του Αγώνα για την Ανεξαρτησία. Μωραΐτες και Ρουμελιώτες, ρωσόφιλοι και αγγλόφιλοι, Υδραίοι και Επτανήσιοι, οπλαρχηγοί και προεστοί αναμετρήθηκαν στην αρένα της ιστορικής μνήμης ώστε να καθορίσουν εκείνοι τον τρόπο που το Εικοσιένα θα εντασσόταν στην εθνική μας ιστορία. Τότε οικοδομήθηκε, για παράδειγμα, η ιεράρχηση των ηρώων, με τον Κολοκοτρώνη να κατακτά ένα προβάδισμα που κανένας δεν θα του αμφισβητήσει μέχρι σήμερα. Από τον Μεσοπόλεμο, οι διχασμοί απεικονίζουν άλλες πολιτικές συγκρούσεις οι οποίες σχηματικά αναφέρονται στον μείζονα διχασμό μεταξύ «Δεξιάς» και «Αριστεράς». Τότε το έργο του Γιάνη Κορδάτου (Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, έκδ. 1924) αμφισβήτησε την κυρίαρχη άποψη για την Ελληνική Επανάσταση, μια ιδεολογική κληρονομιά που ανιχνεύεται στη σημερινή δημοσκόπηση, όπου οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ είναι εκείνοι που κατεξοχήν αμφισβητούν τον θετικό ρόλο τόσο της Εκκλησίας όσο και των προεστών.
Σε μεγάλο βαθμό επομένως, οι απόψεις για την Ελληνική Επανάσταση έχουν ιδεολογικοπολιτικό πρόσημο, το οποίο υποχωρεί μόνο σε συνδυασμό με το μορφωτικό επίπεδο και το εισόδημα. Φαίνεται, πράγματι, ότι όσο περισσότερες γνώσεις έχει κάποιος/α για τα ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα, τόσο οι απόψεις του/της αποδεσμεύονται από ιδεολογικές στρεβλώσεις. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Κρυφού Σχολειού, όπου τα υψηλότερα ποσοστά όσων θεωρούν ότι είναι μύθος προέρχονται από τους απόφοιτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και εκείνους που έχουν εισόδημα άνω των 2.000 ευρώ. Το ίδιο ακριβώς παρατηρείται και στις απόψεις σχετικά με το αν η έναρξη της Επανάστασης έγινε στην Αγία Λαύρα. Παρ’ όλα ταύτα τα ποσοστά που στηρίζουν την ανθεκτικότητα των μύθων είναι συνολικά πολύ υψηλά και θα πρέπει να ερμηνευτούν σε συνδυασμό με τα ευρήματα της δημοσκόπησης ως προς το επίπεδο των γνώσεων που έχουμε για την Ελληνική Επανάσταση. Μόλις 11,1 % εμφανίζονται να έχουν πολύ και αρκετά καλή γνώση ενώ οι υπόλοιποι εμφανίζονται να κατέχουν μέτρια, ελάχιστη και καθόλου γνώση. Η έλλειψη αυτή δεν αφορά προφανώς μόνο τις γνώσεις για το Εικοσιένα αλλά συνολικά την ελληνική ιστορία. Ένα εντυπωσιακό ποσοστό 18,1% δεν μπόρεσε να σκεφτεί κανένα γεγονός/επίτευγμα τα τελευταία 200 χρόνια (μετά το 1821). Είναι ενθαρρυντικό πάντως ότι τα ποσοστά άγνοιας μειώθηκαν από τη δημοσκόπηση του 2019, γεγονός που ενδεχομένως δηλώνει ότι η επετειακή συγκυρία δίνει περισσότερες ευκαιρίες και ερεθίσματα ώστε ο μέσος Έλληνας πολίτης να ασχοληθεί με την περίοδο αυτή της ελληνικής ιστορίας αλλά και με την ιστορία της χώρας του συνολικότερα ώστε να καλλιεργηθεί η εθνική μας αυτογνωσία.
Η Χριστίνα Κουλούρη είναι Πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου, Καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου.
Το κείμενο φιλοξενείται και είναι μέρος της ανάλυσης της δεύτερης δημοσκόπησης του ΚΕΦίΜ “Πώς βλέπουν οι Έλληνες την Επανάσταση του 1821”; που δημοσιεύτηκε και παρουσιάστηκε τον Μάρτιο του 2021. Βρείτε ολόκληρη την ανάλυση της δημοσκόπησης εδώ. Δείτε την παρουσίση των αποτελεσμάτων της πανελλαδικής δημοσκόπησης.
Σχετικά άρθρα