Του Γιώργου Αρχόντα*
Η πλειονότητα των μελών του Ελληνικού Πάνελ Οικονομολόγων, μολονότι αναγνωρίζουν την ανάγκη ανακούφισης των νοικοκυριών, και ιδίως των πιο ευάλωτων, από τις επιπτώσεις του τρέχοντος κύματος ακρίβειας, αντιμετωπίζουν με σχετική επιφυλακτικότητα την προοπτική μιας σημαντικής και μόνιμης μείωσης του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα, επικαλούμενοι κυρίως τις δημοσιονομικές ανάγκες αλλά και τις περιβαλλοντικές υποχρεώσεις της χώρας.
Στην Ερώτηση, που είχε ως θέμα το αν η μόνιμη και ουσιαστική μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης στα καύσιμα πρέπει να αποτελέσει υψηλή προτεραιότητα πολιτικής για την Κυβέρνηση απάντησαν συνολικά 36 Ελληνίδες και Έλληνες οικονομολόγοι. Από αυτούς, το 53% διαφωνεί με την προτεραιοποίηση της μείωσης του φόρου στα καύσιμα και το 33% συμφωνεί. Μεταξύ των δύο επιλογών τοποθετήθηκε το 14% των απαντησάντων.
Από τη μια πλευρά, τα μέλη του Πάνελ στα επεξηγητικά τους σχόλια, τα οποία είναι πλήρως διαθέσιμα στην ιστοσελίδα του ΚΕΦίΜ, αναφέρονται στην ευρύτερη ανάγκη περιορισμού της ακρίβειας και επισημαίνουν αφενός ότι η Ελλάδα επιβάλλει σήμερα τον 4ο υψηλότερο φόρο στην ΕΕ, και αφετέρου ότι τα καύσιμα, όπως και ο ηλεκτρισμός και οι τηλεπικοινωνίες, βρίσκονται στη βάση της παραγωγικής πυραμίδας και ως εκ τούτου είναι σκόπιμο να έχουν τις χαμηλότερες δυνατές τιμές καθώς επηρεάζουν ευρύτερα το επίπεδο των τιμών. Οι υποστηρικτές της ουσιαστικής και μόνιμης μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης των καυσίμων υπογραμμίζουν ταυτόχρονα την ανάγκη η μείωση αυτή να συνοδευτεί από τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης καθώς και από βελτίωση του ανταγωνισμού στην εγχώρια αγορά των καυσίμων.
Από την άλλη πλευρά, οι ενστάσεις και επιφυλάξεις επικεντρώνονται σε δύο κύρια πεδία: Πρώτον, στη μεγάλη μείωση των δημοσίων εσόδων που θα προκαλέσει μια σημαντική μείωση της φορολογίας των καυσίμων, και δεύτερον στη σύγκρουσή της με την δέσμευση της χώρας για επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων οι οποίοι συνδέονται με τον περιορισμό της κατανάλωσης καυσίμων ή έστω με τη μη ενθάρρυνση της αύξησής της. Υπό το πρίσμα αυτό, σε αρκετές από τις απαντήσεις αντιπροτείνεται η ανάληψη στοχευμένων και προσωρινού χαρακτήρα επιδοματικών μέτρων για την ανακούφιση των νοικοκυριών με χαμηλότερα εισοδήματα, η οποία, όπως υπογραμμίζεται, αντιμετωπίζει πρόσθετα δομικά εμπόδια δεδομένης της χαμηλής σε σχέση με τις αντίστοιχες επιδόσεις στην ΕΕ αποτελεσματικότητας των κρατικών μεταβιβάσεων σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της φτώχειας.
Σε κάθε περίπτωση, και ανεξαρτήτως από την επιμέρους τοποθέτηση των απαντησάντων, επισημαίνεται ότι η ενεργειακή πολιτική της χώρας μας αναγκαστικά θα αναπροσαρμοστεί στο πλαίσιο του ευρύτερου σχεδιασμού για την ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας τόσο της Ελλάδας, όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενόψει της νέας διεθνούς πραγματικότητας όπως αυτή διαμορφώνεται.
Ο Γιώργος Αρχόντας είναι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΚΕΦίΜ και υπεύθυνος του Ελληνικού Πάνελ Οικονομολόγων.
To άρθρο δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή την Τρίτη 5 Μαρτίου 2022 και μπορείτε να το βρείτε διαδικτυακά στην kathimerini.gr.
Σχετικά άρθρα