Η ενότητα Think Tanks του Liberal σε συνεργασία με το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών «Μάρκος Δραγούμης» έχει ως στόχο να ενημερώσει τους αναγνώστες μας σχετικά με τις διεθνείς εξελίξεις στην οικονομία και την πολιτική μέσα από το πρίσμα των εγκυρότερων δεξαμενών σκέψης του ευρύτερου φιλελεύθερου χώρου.
Μέχρι στιγμής έχουμε συνάψει συνεργασίες με κορυφαία ινστιτούτα, όπως το Cato Institute, το Foundation for Economic Education και το Atlas Network.
Καθημερινά μεταφράζουμε και ανεβάζουμε ενδιαφέροντα άρθρα που έχουν δημοσιευθεί πρώτα σε έγκριτα Think Tanks του εξωτερικού.
Το σημερινό άρθρο υπογράφει ο Mike Rappaport.
Η θεωρία της δημόσιας επιλογής είναι γνωστή ως μια θεωρία που επιχειρεί να προσφέρει κάτι σαν μια ενοποιημένη προσέγγιση στην συμπεριφορά τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό πεδίο. Το πιο διάσημο επιχείρημά της είναι ότι οι άνθρωποι που επιδιώκουν το ιδιοτελές τους συμφέρον στο οικονομικό πεδίο δεν μεταμορφώνονται σε τέλειους αλτρουιστές στο αντίστοιχο πολιτικό. Αντίθετα, πρέπει κανείς να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τα ιδιοτελή συμφέροντα εκείνων των πολιτικών ανδρών και γυναικών που προβάλλουν για τους εαυτούς τους την εικόνα της ανιδιοτελούς επιδίωξης του δημόσιου συμφέροντος.
Ενώ η θεωρία της δημόσιας επιλογής δεν υποθέτει διαφορετικές προτιμήσεις ή προσωπικότητες για τους ανθρώπους που μετέχουν στο οικονομικό και το πολιτικό πεδίο, δεν απορρίπτει την πιθανότητα οι άνθρωποι να συμπεριφέρονται διαφορετικά στα δύο αυτά πεδία. Ζητά όμως μια εξήγηση γι’ αυτή τη διαφορά.
Η ορθολογική άγνοια
Ένα από τα σημαντικότερα συμπεράσματα της θεωρίας της δημόσιας επιλογής είναι η διαφορά ανάμεσα στο πώς συμπεριφέρονται οι ψηφοφόροι στο πολιτικό σύστημα και στο πώς συμπεριφέρονται οι καταναλωτές στην αγορά. Η βασική ιδέα είναι ότι συχνά οι καταναλωτές ψάχνουν πληροφορίες για κάποιο σημαντικό καταναλωτικό προϊόν, όπως ένα καινούριο αυτοκίνητο ή μια τηλεόραση. Μιλούν με τους φίλους τους και διαβάζουν κριτικές των προϊόντων. Το κάνουν αυτό γιατί τα οφέλη από την έρευνα αυτή μπορεί να είναι ουσιαστικά. Μπορεί να είναι η αιτία που θα επιλέξουν ένα καλό προϊόν αντί για ένα άλλο κακό.
Αντιθέτως, οι ψηφοφόροι δεν έχουν τα ίδια κίνητρα να μάθουν πληροφορίες για τους υποψηφίους των εκλογών. Ενώ αυτοί οι υποψήφιοι μπορεί να έχουν σημαντική επίδραση στην κυβέρνηση, και ενώ η κυβέρνηση μπορεί να επηρεάσει όχι μόνο ένα προϊόν, αλλά ένα μεγάλο μέρος της ζωής ενός ψηφοφόρου, εντούτοις οι ψηφοφόροι δεν έχουν κίνητρο να μάθουν πολλά πράγματα για τους υποψηφίους. Ο λόγος είναι ότι η ψήφος ενός πολίτη είναι ουσιαστικά βέβαιο ότι δεν θα επηρεάσει τις εκλογές. Ανεξάρτητα από το αν η επιλογή τους βασίζεται σε πληροφορίες ή όχι, η ψήφος τους δεν θα κάνει τη διαφορά (εκτός κι αν επιλύσει μια κατάσταση ισοψηφίας, πράγμα που δεν συμβαίνει ποτέ) και συνεπώς οι πολίτες παραμένουν σε συνθήκη άγνοιας. Αυτό ονομάζεται “ορθολογική άγνοια”.
Υπάρχει όμως ένα ερώτημα γι’ αυτή την θεωρία της δημόσιας επιλογής. Ενώ αληθεύει πως οι ψηφοφόροι δεν έχουν κάποιο υλικό κίνητρο να μάθουν πληροφορίες για τους υποψηφίους, οι περισσότεροι ψηφοφόροι που ακούν αυτή τη θεωρία για πρώτη φορά εκπλήσσονται. Αν οι ψηφοφόροι δεν ξέρουν αυτή την πτυχή της εκλογικής τους εμπειρίας, τότε πώς γίνεται αυτή να επηρεάζει την συμπεριφορά τους;
Διαβάστε περισσότερα στο liberal.gr
Σχετικά άρθρα