
Μια ώριμη αποτίμηση

Του Στάθη Καλύβα*
Η ανάγνωση των αποτελεσμάτων της έρευνας του ΚΕΦΙΜ για την Ελληνική Επανάσταση μου προκάλεσε αντιφατικά συναισθήματα.
Από τη μία δεν με ξάφνιασε καθόλου. Το 1821 γίνεται αντιληπτό από την κοινή γνώμη ως ένα πρωταρχικά στρατιωτικό γεγονός όπου κυριαρχούν οι στρατιωτικοί ηγέτες με τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη στις υψηλότερες θέσεις, ενώ ιδιαίτερο χώρο στη συλλογική συνείδηση κατέχουν τα πεδία των πιο σημαντικών στρατιωτικών αναμετρήσεων: Δερβενάκια, Τρίπολη, Ναβαρίνο και Μεσολόγγι. Το γεγονός αυτό έχει μια προφανή εξήγηση. Αφενός οι ηρωικές αυτές φιγούρες κατέχουν προνομιακή θέση στη σχολική ιστορία — καθόλου άδικα — όπως άλλωστε δείχνει και η φωτογραφία που πήρα πρόσφατα σε ένα Δημοτικό σχολείο της Αθήνας όπου έτυχε να βρεθώ. Αφετέρου τα μεγάλα στρατιωτικά γεγονότα είναι πολύ πιο εύκολο να αφομοιωθούν και να αναπαραχθούν από τα σύνθετα πολιτικά γεγονότα. Δεν πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει το γεγονός πως οι περισσότεροι αναδεικνύουν ακριβώς τη διάσταση αυτή.
Από την άλλη όμως, και αυτό το θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό, δεν είδα την αντίληψη για το 1821 όπως αποτυπώνεται στην έρευνα του ΚΕΦΙΜ να στοιχειώνεται συστηματικά από μύθους και να κυριαρχείται από ακραίες ανακρίβειες. Προφανώς και διακρίνει κανείς ορισμένες διαχρονικές στρεβλώσεις: από την αναγνώριση της Ρωσίας ως της χώρας που είχε τη μεγαλύτερη θετική συμβολή στην Ελληνική Επανάσταση μέχρι την υποβάθμιση του ρόλου σπουδαίων πολιτικών όπως του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και διανοητών όπως του Αδαμάντιου Κοραή, αλλά και την υποτίμηση του ρόλου των εμπόρων. Όμως τελικά αυτά θεωρώ πως είναι σχετικά ψιλά γράμματα όταν αποτιμά κανείς τη μεγάλη εικόνα. Αντίθετα μου έκανε εντύπωση πως ένα γεγονός όπως η αδιάκριτη σφαγή Τούρκων και Εβραίων αμάχων στην Τριπολιτσά που ως πριν λίγα χρόνια δεν εμφανιζόταν καν στο ραντάρ της δημόσιας ιστορίας, αναγνωρίζεται πλέον από μια σημαντική πλειοψηφία ως πραγματικό γεγονός και όχι ως μύθος.
Παράλληλα, ιδιαίτερη εντύπωση μου προξένησε το γεγονός πως τα δύο εξωτερικά δάνεια αποτιμούνται θετικά από μια πλειοψηφία — ενδεχομένως για τους λάθος λόγους, αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία. Αρκεί να σκεφθεί κανείς πως τα δάνεια αυτά λειτούργησαν διαχρονικά ως κόκκινο πανί στη δημόσια ιστορία. Όσο για την πλειοψηφία των απαντήσεων που προκρίνουν τις στρατιωτικές επιτυχίες των επαναστατών ως πιο σημαντική αιτία για τη θετική έκβαση της Επανάστασης από την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, αυτό είναι κάτι που οφείλεται στη διατύπωση της ερώτησης που ακολουθεί μια διαζευτική μορφή. Στην πραγματικότητα, όπως όλοι γνωρίζουμε, δίχως την επέμβαση των Δυνάμεων η στρατιωτική ήττα των εξεγερμένων θα είχε οριστικοποιηθεί. Παράλληλα όμως, δίχως τις αρχικές στρατιωτικές τους επιτυχίες δεν θα είχε υπάρξει επέμβαση των Δυνάμεων. Το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο και ταυτόχρονα το πρώτο δεν καταλήγει πουθενά δίχως το δεύτερο.
Εδώ θα σημειώσω, όχι δίχως κάποια ικανοποίηση είναι αλήθεια, πως η προσπάθεια που έγινε στο παρελθόν να περιγραφεί και να ερμηνευτεί η Επανάσταση ως κοινωνική (ή ακόμη και ταξική) επανάσταση φαίνεται να χάθηκε χωρίς να αφήσει κάποιο άξιου λόγου αποτύπωμα έξω από τον μικρό κύκλο επιρροής των ψηφοφόρων του ΚΚΕ.
Η εν γένει ώριμη αντίληψη για την Επανάσταση που προκύπτει από την έρευνα του ΚΕΦΙΜ αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν λάβει κανείς υπόψη του πως οι απόψεις για το παρελθόν πάντοτε συμπλέκονται με το παρόν. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε εύκολα αν δούμε πως οι νεότερες ηλικίες πλειοψηφούν (όπως και οι λιγότερο μορφωμένοι) στις αρνητικές εκτιμήσεις για τη δικαίωση των προσδοκιών της Επανάστασης. Προφανώς εκφράζουν με τον τρόπο αυτό την αρνητική τους εμπειρία από το παρόν.
Τέλος, έχει ιδιαίτερο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον η μορφωτική και εισοδηματική διαφοροποίηση που ξεπροβάλλει στην έρευνα. Όπως θα περίμενε κανείς οι λιγότεροι μορφωμένοι/εύποροι (αυτά τα δύο χαρακτηριστικά συνήθως συμβαδίζουν) προκρίνουν πιο στερεοτυπικές και άστοχες απαντήσεις. Το αν η διαφοροποίηση αυτή εξελιχθεί σε ρήγμα είναι ένα ανοιχτό ερώτημα που έχει να κάνει με παράγοντες που δεν ανήκουν στο σημείωμα αυτό. Σε οποιαδήποτε περίπτωση τόσο η ηλικιακή διαφοροποίηση όσο και η οικονομικό/μορφωτική εγείρουν κάποιες ανησυχίες.
Συμπερασματικά, θα σημείωνα πως από μια καταγραφή της δημόσιας πρόσληψης της Επανάστασης και μάλιστα με τον αναγκαστικά ατελή τρόπο μιας δημοσκόπησης δεν θα περίμενε κανείς να ξεπροβάλλουν τα πιο επιστημονικά εγκυρότερα ή τα πιο σύνθετα πορίσματα των πιο πρόσφατων ερευνών. Το κριτήριο που θα έθετα εγώ τουλάχιστον, είναι να μην αναπαράγονται μεγάλες ανακρίβειες και παρερμηνείες. Και δεν διαπιστώνω πως ισχύει κάτι τέτοιο στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Τελικά λοιπόν, η πρόσληψη της Ελληνικής Επανάστασης δεν προδίδει ούτε μια βαθιά άγνοια του παρελθόντος, ούτε την κυριαρχία ξεπερασμένων μύθων. Θα τη χαρακτήριζα ως ζυγισμένη και εντέλει ώριμη.
Η αναγνώριση της εισόδου και συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, αυθόρμητα, ως του πιο σημαντικού επιτεύγματος της χώρας τα τελευταία 200 χρόνια συνιστά την καταξίωση μιας πολιτικής επιλογής που μπορεί να είχε βαθιές ιστορικές ρίζες, όμως αμφισβητήθηκε έντονα τόσο αρχικά όσο και αργότερα. Βρισκόμαστε, όπως φαίνεται, σε μια φάση της ιστορικής μας πορείας όπου η υπαρξιακή μας ροπή προς τη Δύση είναι πλέον πλήρως συνειδητή — και αυτό παρά (ή ίσως και εξαιτίας) της μεγάλης κρίσης που περάσαμε την προηγούμενη δεκαετία. Πρόκειται για μια σημαντική εξέλιξη που αποτελεί το εφαλτήριο για το επόμενο μας βήμα.
Ο Στάθης Καλύβας είναι Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Το κείμενο φιλοξενείται και είναι μέρος της ανάλυσης της δεύτερης δημοσκόπησης του ΚΕΦίΜ “Πώς βλέπουν οι Έλληνες την Επανάσταση του 1821”; που δημοσιεύτηκε και παρουσιάστηκε τον Μάρτιο του 2021. Βρείτε ολόκληρη την ανάλυση της δημοσκόπησης εδώ. Δείτε την παρουσίση των αποτελεσμάτων της πανελλαδικής δημοσκόπησης.
Σχετικά άρθρα