Του Γιώργου Αρχόντα*
Συστηματικότερη διδασκαλία των αρχών της οικονομικής επιστήμης στο Γυμνάσιο και το Λύκειο ζητούν στη συντριπτική τους πλειονότητα τα μέλη του Ελληνικού Πάνελ Οικονομολόγων του ΚΕΦίΜ, καθώς συμφωνούν ότι ανεξάρτητα από την επιμέρους διάρθρωση των συμφερόντων στην κοινωνία, η γνώση των αρχών της λειτουργίας της οικονομίας θα καθιστούσε πιο εφικτή την εφαρμογή ορθών οικονομικών πολιτικών.
Η πρώτη για το 2021 Ερώτηση του Πάνελ αντλεί την έμπνευσή της από τη διεξαγωγή εντός του Φεβρουαρίου του σχολικού γύρου της Οικονομικής Ολυμπιάδας, του διαγωνισμού οικονομικών γνώσεων για μαθητές και μαθήτριες Λυκείου που διοργανώνει για πρώτη φορά φέτος στην Ελλάδα το ΚΕΦίΜ με την έγκριση του Υπουργείου Παιδείας, την υποστήριξη της Τράπεζας της Ελλάδος και της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διπλωματίας και Απόδημου Ελληνισμού του Υπουργείου Εξωτερικών σε ό,τι αφορά τα σχολεία του Απόδημου Ελληνισμού, και σε συνεργασία με το τσεχικό Ινστιτούτο Οικονομικής Εκπαίδευσης (INEV), υπεύθυνο φορέα του διεθνούς σκέλους του διαγωνισμού.
Στόχος της πρωτοβουλίας αυτής, όπως άλλωστε και του Πάνελ Οικονομολόγων, είναι η ενίσχυση του οικονομικού αλφαβητισμού, μέσω της καταγραφής των αναγκών, των κενών και των δυνατοτήτων βελτίωσης της σχολικής οικονομικής εκπαίδευσης, και της δημιουργία ενός θεσμού που θα λειτουργήσει ως αφορμή για την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης και τον διάλογο μεταξύ της εκπαιδευτικής κοινότητας και των αρμόδιων για τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής.
Στην Ερώτηση του Ιανουαρίου απάντησαν συνολικά 47 Ελληνίδες και Έλληνες οικονομολόγοι. Το 92% αυτών συμφωνεί ότι η συστηματικότερη οικονομική εκπαίδευση στο Γυμνάσιο και Λύκειο θα διευκόλυνε την εφαρμογή ορθών οικονομικών πολιτικών, ενώ μόλις το 2% διαφωνεί. Μεταξύ των δύο επιλογών τοποθετήθηκε το 6% των απαντησάντων.
Τα μέλη του Πάνελ στα επεξηγητικά τους σχόλια, τα οποία είναι πλήρως διαθέσιμα στην ιστοσελίδα του ΚΕΦίΜ, υπογραμμίζουν ότι η ενίσχυση της οικονομικής εκπαίδευσης μπορεί να συμβάλει τόσο στην εγκυρότερη αποτίμηση των οικονομικών προτάσεων που διατυπώνουν οι πολιτικές δυνάμεις, όσο και στον αποτελεσματικότερο έλεγχο των εκάστοτε κυβερνητικών πολιτικών. Σημαντική επίσης αποτιμάται η δυνητική επίδραση της οικονομικής γνώσης στον αποτελεσματικότερο σχεδιασμό των οικονομικών αποφάσεων από τα άτομα και τα νοικοκυριά, αλλά και στην αποθάρρυνση του λαϊκισμού και την απόρριψη των θεωριών συνομωσίας.
Ακόμη, στις απαντήσεις επισημαίνεται ότι η σημερινή διάρθρωση των μαθημάτων που έχουν αμιγώς ή εν μέρει οικονομικό περιεχόμενο δεν έχει συστηματικό χαρακτήρα, δεν απευθύνεται στο σύνολο των μαθητών και μαθητριών, και είναι σε μεγάλο βαθμό παρωχημένη, ενώ πολλοί απαντήσαντες προτείνουν επίσης τη εισαγωγή στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα και ειδικότερων θεμάτων όπως η επιχειρηματικότητα, τα συμπεριφορικά οικονομικά, οι βασικές αρχές της χρηματοοικονομικής, η βιώσιμη ανάπτυξη, η λογική, η στατιστική και η εξελικτική βιολογία.
Από την άλλη πλευρά, υπογραμμίζεται η ανάγκη προσεκτικής στάθμισης στο πλαίσιο του ωρολογίου προγράμματος, δεδομένου του ότι η ενίσχυση ενός διδακτικού αντικειμένου συνήθως συνεπάγεται την αποδυνάμωση της διδασκαλίας κάποιου άλλου, αλλά και ο κρίσιμος ρόλος που θα έχει ο κατάλληλος προσδιορισμός του περιεχομένου και της μεθόδου διδασκαλίας των οικονομικών στους μαθητές.
Ο Γιώργος Αρχόντας είναι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΚΕΦίΜ και υπεύθυνος του Ελληνικού Πάνελ Οικονομολόγων.
To άρθρο δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή την Τρίτη 2 Φεβρουαρίου και μπορείτε να το βρείτε διαδικτυακά στην kathimerini.gr.
Σχετικά άρθρα