Στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Τα Νέα παρουσιάζεται σήμερα το άρθρο του Αλέξανδρου Σκούρα με τίτλο “Πληρώνουμε πολλά για όσα λαμβάνουμε ως ανταπόδοση από το κράτος”, στο πλαίσιο του ειδικού αφιερώματος της εφημερίδας με θέμα το πού πάνε οι φόροι που πληρώνουμε.
Διαβάστε παρακάτω το άρθρο του Αλέξανδρου Σκούρα:
Σύμφωνα με την μελέτη του ΚΕΦίΜ για την Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας, ο μέσος Έλληνας πολίτης το 2018 εργάστηκε 198 ημέρες, από την Πρωτοχρονιά μέχρι και τις 17 Ιουλίου, για να πληρώσει τις υποχρεώσεις του στο κράτος.
Αν όμως θελήσει κανείς να δει πού ακριβώς πάνε οι φόροι του, το πιθανότερο είναι να μην τα καταφέρει. Αν μάλιστα ξεκινήσει από τον κρατικό προϋπολογισμό θα χαθεί σε μονοπάτια τόσο δαιδαλώδη, ώστε πιθανότατα αργά ή γρήγορα θα εγκαταλείψει την προσπάθεια. Κι αυτό αποκαλύπτει τη μεγάλη απόσταση που έχει να διανύσει η χώρα μας σε ό,τι αφορά τη διασφάλιση της χρηστικότητας και της προσβασιμότητας των δημόσιων δεδομένων.
Καλύτερα αποτελέσματα θα έχει κανείς αν εμπιστευθεί τα δεδομένα της Eurostat. Από τα 86 δις που διέθεσε το κράτος το 2016, παραπάνω από τα μισά (51%) κάλυψαν τις συνταξιοδοτικές ανάγκες, τις επιχορηγήσεις στα νοσοκομεία και τα προνοιακά επιδόματα. Το υπόλοιπο 49% διατέθηκε ως εξής: 18,5% για τις γενικές λειτουργίες του κράτους, 8,6% για την παιδεία, 7,6% για τις οικονομικές δραστηριότητες του κράτους, 4,4% για την δημόσια τάξη και ασφάλεια, 4,3% για την άμυνα, 3,2% για την περιβαλλοντική προστασία, 1,5% για πολιτιστικά αγαθά και 0,5% για στέγαση και βασικά αγαθά (βλ. Γράφημα).
Γράφημα: Επιμερισμός δημοσίων δαπανών σύμφωνα με την ταξινόμηση των λειτουργιών κράτους
Πηγή: Eurostat, http://appsso.eurostat.ec.europa.eu/nui/submitViewTableAction.do
Το 41,5% λοιπόν των κρατικών δαπανών πάνε στην κοινωνική προστασία. Οι πόροι αυτοί επιμερίζονται ως εξής: το συντριπτικό 35,6% αφορά συντάξεις (τριάμισι στα δέκα ευρώ των φόρων μας πάνε για την πληρωμή συντάξεων), ενώ το 3% πηγαίνει σε επιδόματα και βοηθήματα αναπηρίας και ανικανότητας, το 1,3% σε οικογενειακά επιδόματα, το 1% σε επιδόματα και βοηθήματα ανεργίας και το 0,6% σε λοιπές κοινωνικές δαπάνες. Η σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δίνει κάποια χρήσιμα συμπεράσματα: Στην ΕΕ οι κρατικές δαπάνες κοινωνικής προστασίας είναι 41,2%, αντίστοιχες δηλαδή της Ελλάδας. Η κατανομή τους όμως είναι πολύ διαφορετική. Το 25% διατίθεται για συντάξεις, το 5,9% πάει σε επιδόματα και βοηθήματα αναπηρίας και ανικανότητας, το 3,8% σε οικογενειακά επιδόματα, το 2,8% σε επιδόματα και βοηθήματα ανεργίας και το 3,7% σε λοιπές κοινωνικές δαπάνες. Με άλλα λόγια, οι μεγάλες συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις της Ελλάδας κόβουν από τις υπόλοιπες προνοιακές δράσεις.
Από το 18,5% των δαπανών που αφορούν τη λειτουργία του κεντρικού κράτους, το 3,8% πηγαίνει στις ανάγκες της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, των δομών δημοσιονομικής κατάρτισης και τις διεθνείς σχέσεις (ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι σχεδόν ίσος στο 3,9%). Το 7,1% των δαπανών αφορά τις γενικές υπηρεσίες (μεγάλη διαφορά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 2,2%), το 0,7% κονδύλια έρευνας και ανάπτυξης του τομέα (μ.ο. ΕΕ 1,1%) και ένα ακόμη 6,9% τις συναλλαγές δημοσίου χρέους (μ.ο. ΕΕ 4,8%). Στο σύνολο, βρισκόμαστε σχεδόν 6% πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 12,9%.
Πληρώνουμε λοιπόν πολλά. Είμαστε τουλάχιστον ικανοποιημένοι από όσα λαμβάνουμε ως ανταπόδοση από το κράτος; Με άλλα λόγια: εξυπηρετούν τουλάχιστον αποτελεσματικά οι κρατικές υπηρεσίες τους πολίτες και προστατεύονται επαρκώς οι αδύναμες κοινωνικές ομάδες από συνθήκες αναξιοπρεπούς διαβίωσης; Μάλλον όχι.
Ως προς την ικανοποίηση των πολιτών από τις υπηρεσίες της κεντρικής διοίκησης, σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ Government at a Glance 2017 η Ελλάδα καταλαμβάνει τη χειρότερη θέση (35η από 35 χώρες του ΟΟΣΑ) στην υγεία και παιδεία και την 28η θέση σε ό,τι αφορά την απονομή δικαιοσύνης.
Εξίσου πενιχρό είναι το αποτέλεσμα και των προνοιακών πολιτικών στην Ελλάδα. Από το 25% των Ελλήνων που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας, το ποσοστό αυτό πέφτει μόλις στο 21% μετά τις κρατικές κοινωνικές μεταβιβάσεις. Αυτό το 4% της κρατικής αποτελεσματικότητας στην καταπολέμηση της φτώχειας κατατάσσει την Ελλάδα στην τελευταία θέση – μαζί με τη Ρουμανία – μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Ενδεικτικά, η αντίστοιχη αποτελεσματικότητα στις σκανδιναβικές χώρες είναι περίπου 13-15%, στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης 10-12%, και συνολικά στις 28 χώρες της ΕΕ 9%.
Πίνακας: Αποτέλεσμα κοινωνικών μεταβιβάσεων σε Ελλάδα και μ.ο. Ευρώπης 2016
Τρία λοιπόν τα ζητούμενα: Πρώτον, η μείωση της ασφυκτικής σήμερα φορολογικής επιβάρυνσης των Ελλήνων. Δεύτερον, η ενίσχυση της διαθεσιμότητας και χρηστικότητας των στοιχείων που αφορούν το πού πάνε τα χρήματά μας. Τρίτον, η δραστική βελτίωση της αποτελεσματικότητας των κρατικών δαπανών ώστε να έχουμε τις υπηρεσίες που αρμόζουν στο κόστος που πληρώνουμε. Μέχρι τότε, ο συνδυασμός της υψηλής φορολογίας με τις απελπιστικά δυσανάλογες στην ποιότητά τους υπηρεσίες για τον πολίτη, αλλά και του ελλείμματος λογοδοσίας ως προς την κατανομή των δαπανών, θα συνεχίσει να ναρκοθετεί τόσο την οικονομική ανάπτυξη, όσο και την αντιμετώπιση των κοινωνικών δεινών. Χαμηλότεροι λοιπόν φόροι, διαφάνεια και λογοδοσία στις κρατικές δαπάνες. Οτιδήποτε άλλο δεν πέτυχε και δεν θα πετύχει.
Σχετικά άρθρα