Του Γιώργου Αρχόντα*
Έξι στα δέκα μέλη του Ελληνικού Πάνελ Οικονομολόγων του ΚΕΦίΜ πιστεύουν πως ο προσδιορισμός του κατώτατου μισθού είναι προτιμότερο να γίνεται από την κυβέρνηση μετά από προτάσεις των κοινωνικών εταίρων και ερευνητικών φορέων παρά μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.
Ο τρόπος προσδιορισμού του κατώτατου μισθού μπορεί να επηρεάσει έντονα τα οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα της εφαρμογής του. Ένας υπερβολικά υψηλός κατώτατος μισθός μπορεί να αποτρέψει τις προσλήψεις ανειδίκευτων και νέων εργαζομένων, να ενθαρρύνει, όπου υπάρχει αυτή η δυνατότητα, τη μαύρη και αδήλωτη εργασία, ή και να επιταχύνει την αντικατάσταση θέσεων εργασίας από αυτοματισμούς. Από την άλλη πλευρά, ένας υπερβολικά χαμηλός κατώτατος μισθός χάνει το περιεχόμενό του, ενώ μπορεί να λειτουργήσει νομιμοποιητικά σε πρακτικές κλειστών, μη ανταγωνιστικών αγορών εργασίας.
Αντιστοίχως, η εργασιακή κουλτούρα κάθε χώρας επηρεάζει σημαντικά τον χαρακτήρα της καταλληλότερης θεσμικής διαρρύθμισης. Έτσι, οι άμεσες διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, με την κυβέρνηση να διατηρεί έναν διευκολυντικό ή διαιτητικό ρόλο, προϋποθέτουν θεσμική ευρωστία και κεφάλαιο εμπιστοσύνης που δεν είναι πάντα αυτονόητα.
Στην Ερώτηση για τον Αύγουστο, το θέμα της οποίας πρότεινε η Επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης και μέλος του Ελληνικού Πάνελ Οικονομολόγων Δάφνη Νικολίτσα, απάντησαν συνολικά 33 Ελληνίδες και Έλληνες οικονομολόγοι. Εξ αυτών, το 66% πιστεύει ότι τον τελικό λόγο στον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού πρέπει να έχει η κυβέρνηση, ενώ το 18% προκρίνει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Μεταξύ των δύο επιλογών τοποθετήθηκε το 15% των απαντησάντων (το τελικό άθροισμα είναι 99% λόγω στρογγυλοποίησης).
Τα μέλη του Πάνελ στα επεξηγητικά τους σχόλια, τα οποία είναι πλήρως διαθέσιμα στην ιστοσελίδα του ΚΕΦίΜ, επισημαίνουν αφενός ότι η συμμετοχή της κυβέρνησης στον καθορισμό του κατώτατου μισθού διασφαλίζει μια αποτελεσματικότερη στάθμιση των επιμέρους διεκδικήσεων στο πλαίσιο των πραγματικών δυνατοτήτων της οικονομίας, καθώς και το ότι θα ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα των ανέργων και του γενικού πληθυσμού, που δεν συμμετέχουν άμεσα στις σχετικές διαπραγματεύσεις.
Από την άλλη πλευρά, τονίζεται η κομβική σημασία των συγκεκριμένων συνθηκών που περιλαμβάνουν την πιθανή ασυμμετρία ισχύος μεταξύ των διαπραγματευόμενων μερών, τη βούληση και την ικανότητα της εκάστοτε κυβέρνησης να σταθμίσει ορθά τις εισηγήσεις των κοινωνικών εταίρων, τον βαθμό της διαφάνειας και της ανεξαρτησίας στη λειτουργία της, καθώς και την αποτελεσματικότητα στη στάθμιση των συχνά μεγάλων διαφορών μεταξύ επιμέρους παραγωγικών κλάδων και περιοχών.
Ανεξαρτήτως πάντως ψήφου, από τις απαντήσεις των μελών του Πάνελ προκύπτει ότι η οικονομική και κοινωνική αποτελεσματικότητα του κατώτατου μισθού δεν εξαρτάται αποκλειστικά από οικονομικές παραμέτρους, αλλά έχει πολλές και σημαντικές πολιτικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις που αφορούν τόσο την ποιότητα των διαθέσιμων πληροφοριών, όσο – κυρίως – και τις συναρτήσεις κινήτρων των εμπλεκόμενων μερών.
Τα συνολικά αποτελέσματα μπορείτε να δείτε εδώ.
Ο Γιώργος Αρχόντας είναι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΚΕΦίΜ και υπεύθυνος του Ελληνικού Πάνελ Οικονομολόγων.
To άρθρο δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή την Τρίτη 6 Ιουλίου και μπορείτε να το βρείτε διαδικτυακά στην kathimerini.gr.
Σχετικά άρθρα