Του Γιώργου Αρχόντα*
Στην ερώτηση του Απριλίου για το Ελληνικό Πάνελ Οικονομολόγων του ΚΕΦίΜ, το περιεχόμενο της οποίας πρότεινε η ομότιμη καθηγήτρια στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Πάνελ Ιωάννα-Σαπφώ Πεπελάση, οι απαντήσαντες οικονομολόγοι στην πλειονότητά τους συμφωνούν ότι οι πολιτικές ενίσχυσης των νεοφυών επιχειρήσεων στην Ελλάδα πρέπει να στοχεύουν, πέρα από την ίδρυση και τη μεγέθυνσή τους, και στη διατήρησή τους στη χώρα.
Οι νεοφυείς επιχειρήσεις έχουν αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια σε εμβληματικό μοχλό οικονομικής μεγέθυνσης, καθώς πρωτογενώς έχουν τη δυνατότητα γρήγορης ανάπτυξης και δημιουργίας θέσεων εργασίας μεγάλης προστιθέμενης αξίας και δευτερογενώς μπορούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση ενός δυναμικού και ανατροφοδοτούμενου επιχειρηματικού οικοσυστήματος.
Παρ’ όλα αυτά, συχνά το σχεδόν αυτονόητο επόμενο βήμα για μια επιτυχημένη νεοφυή, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών και της υψηλής τεχνολογίας, είναι η εξαγορά της από μια μεγαλύτερη διεθνή επιχείρηση και η μετακίνηση στο εξωτερικό τόσο των δραστηριοτήτων της όσο και των ιδρυτών και στελεχών της – μια προοπτική που θέτει σε αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα ή ακόμη και τη σκοπιμότητα των πολιτικών ενθάρρυνσης και ενίσχυσης των νεοφυών.
Στην ερώτηση απάντησαν συνολικά 29 Ελληνίδες και Ελληνες οικονομολόγοι. Το 62% αυτών συμφωνεί με τη συμπερίληψη της στόχευσης να διατηρούνται στη χώρα οι ενισχυόμενες νεοφυείς, ενώ το 28% διαφωνεί. Μεταξύ των δύο επιλογών τοποθετήθηκε το 10% των απαντησάντων.
Τα μέλη του Πάνελ στα επεξηγητικά τους σχόλια, τα οποία είναι πλήρως διαθέσιμα στην ιστοσελίδα του ΚΕΦίΜ, αφενός επισημαίνουν ότι, χωρίς αυτό να είναι πάντα εφικτό, σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό να υπάρχουν προβλέψεις για τη διατήρηση ορισμένων δεσμών των επιτυχημένων νεοφυών με την Ελλάδα, ώστε να εξασφαλίζονται κατά το δυνατόν περισσότερο τα θετικά αποτελέσματά τους για την εθνική οικονομία. Στην κατεύθυνση αυτή, επισημάνθηκε η σημασία μέτρων όπως η μείωση ή και εξάλειψη της φορολογίας για τα πρώτα πέντε χρόνια, η διαρκής μείωση του γραφειοκρατικού βάρους στην ίδρυση και λειτουργία επιχειρήσεων, καθώς και η γενική μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, παλαιών και νέων.
Από την άλλη πλευρά, όσοι διαφωνούν με τη στόχευση της διατήρησης των νεοφυών ως αιρεσιμότητα των πολιτικών στήριξης τονίζουν ότι ο χωρικός εγκλωβισμός μιας επιχείρησης είναι αφενός ανέφικτος και αφετέρου ασύμβατος με τη δημιουργία ενός σταθερά φιλικού και ελκυστικού περιβάλλοντος για την ίδρυση και τη μεγέθυνσή τους. Ακόμη επισημάνθηκε ότι μια τέτοια προϋπόθεση θα αποθάρρυνε την ίδρυση πολλών αξιόλογων νεοφυών, ενδεχομένως ενθαρρύνοντας την ίδρυση πολλών άλλων, χωρίς ιδιαίτερες προοπτικές επιτυχίας, απλώς και μόνο για την εκμετάλλευση των δημόσιων ενισχύσεων.
Ανεξάρτητα πάντως από την επιμέρους στάση των απαντησάντων, τονίζεται η σημασία των νεοφυών επιχειρήσεων ως βασικού πυλώνα καινοτομίας και εξωστρεφούς ανάπτυξης των σύγχρονων οικονομιών, καθώς και η ανάγκη ανάληψης ευρύτερων πρωτοβουλιών για τη γενικότερη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος στη χώρα μας.
Ο Γιώργος Αρχόντας είναι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΚΕΦίΜ και υπεύθυνος του Ελληνικού Πάνελ Οικονομολόγων.
To άρθρο δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή την Τρίτη 2 Μαϊου 2022 και μπορείτε να το βρείτε διαδικτυακά στην kathimerini.gr.
Σχετικά άρθρα